Ενημέρωση   /   'Αρθρα-Δηλώσεις-Παρεμβάσεις   /   ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΑΡΘΡΩΝ

Άρθρο Προέδρου Ε.Β.Ε.Π., Βασίλη Κορκίδη, στο ΠΑΡΟΝ - Διπλή απειλή για την αγορά οι τιμές στα τρόφιμα και το κόστος στέγασης
08/03/2024 - ΠΗΓΗ: Ε.Β.Ε. ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τα τρόφιμα εξακολουθούν και στις αρχές του 2024 να είναι αυτά που οδηγούν τις ανατιμήσεις σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, καθώς στην Ευρωζώνη ήταν αυτά με τον μεγαλύτερο ρυθμό αύξησης με 5,7%. Στην Ελλάδα, η επιβράδυνση μισής ποσοστιαίας μονάδας στον πληθωρισμό σίγουρα δεν επαρκεί για να διορθώσει την εκτίναξη των τιμών της τελευταίας διετίας που προστίθεται σε μία σειρά μεγάλων ανατιμήσεων χωρίς να διαφαίνεται στον ορίζοντα προοπτική αποκλιμάκωσης. Αξίζει να σημειωθεί, πως σύμφωνα με τα στοιχεία από όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ-27, η Ελλάδα έχει από τους μεγαλύτερους ρυθμούς αύξησης τιμών στα τρόφιμα με 8,3%. Ο ετήσιος πληθωρισμός στην Ε.Ε. τον Ιανουάριο του 2024 διαμορφώθηκε στο 3,1% από 3,4% που ήταν τον Δεκέμβριο, ενώ ένα χρόνο πριν ήταν στο 10%, σύμφωνα με τα οριστικά στοιχεία που ανακοίνωσε η Eurostat. Στην Ευρωζώνη ο ετήσιος πληθωρισμός τον Ιανουάριο επιβραδύνθηκε στο 2,8% από 2,9% που ήταν τον Δεκέμβριο. Χαμηλότερο ετήσιο πληθωρισμό εμφάνισαν οι Δανία και Ιταλία με 0,9% και ακολούθησαν η Λετονία, η Λιθουανία και η Φινλανδία με 1,1%. Τις υψηλότερες μεταβολές είχαν οι τιμές στη Ρουμανία με 7,3%, στην Εσθονία με 5% και στην Κροατία με 4,8%. 

Στην Ελλάδα ο ετήσιος πληθωρισμός διαμορφώθηκε τον Ιανουάριο στο 3,2%, στα επίπεδα των δύο μεγάλων οικονομιών της Γερμανίας και Γαλλίας που κινήθηκαν με ρυθμό 3,2% και 3,4% αντίστοιχα. Σε σύγκριση με τον προηγούμενο μήνα ο ετήσιος πληθωρισμός τον Ιανουάριο υποχώρησε σε 15 κράτη-μέλη της ΕΕ, ενισχύθηκε σε 11 κράτη-μέλη και παρέμεινε σταθερός σε ένα. Τον Ιανουάριο την μεγαλύτερη επίπτωση στον πληθωρισμό της ΕΕ είχαν οι υπηρεσίες με +1,73 μονάδες βάσης, ακολουθούμενες από τα τρόφιμα, αλκοόλ και καπνό με +1,13 μονάδες βάσης, τα μη ενεργειακά βιομηχανικά αγαθά με +0,53% και η ενέργεια με -0,62%. Τα οριστικά στοιχεία βρίσκονται σε αντιστοιχία με τα προσωρινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ.  Ο Εναρμονισμένος ΔΤΚ παρουσίασε στη χώρα μας αύξηση 3,2% σε ετήσια βάση με τον σχετικό δείκτη τροφίμων να επιμένει ξανά τον Ιανουάριο στις υψηλές ανατιμήσεις με 8,3%, παρά την δίμηνη προσωρινή πτώση του ρυθμού αύξησης από 7,6% σε 7,1%. Το γεγονός πως οι τιμές των τροφίμων εξακολουθούν να κυμαίνονται σε πολύ υψηλά επίπεδα και να αυξάνονται μήνα το μήνα επιβαρύνουν δυσανάλογα το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών. Πάντως, η επιβράδυνση του γενικού δείκτη επαναφέρει την Ελλάδα σε τροχιά αποκλιμάκωσης, μια τάση η οποία είναι πανευρωπαϊκή και εν πολλοίς αναμενόμενη, καθώς, κατά την ευρωπαϊκή σύσταση, αποσύρθηκαν σταδιακά τα ενεργειακά μέτρα στήριξης των κυβερνήσεων που συγκρατούσαν εν μέρει τις τιμές. Επίσης επισημαίνεται πως είμαστε εν αναμονή των αποτελεσμάτων των μέτρων για τον περιορισμό της ακριβείας που εφαρμόστηκαν από την 1η Μαρτίου, όπως το πλαφόν στο βρεφικό γαλα, τις καθαρές τομές από τα χωράφι στο ράφι και τη μείωση των παροχών στα σούπερ μάρκετ κατά 30% από τους προμηθευτές με το όφελος να μεταφέρεται στους καταναλωτές. Μένει λοιπόν να δούμε εάν αποδώσουν αυτά τα μέτρα ή εάν πρέπει να παρθούν και αλλά που θα οδηγήσουν στην πιο γρήγορη αποκλιμάκωση του πληθωρισμού.

Σύμφωνα με έρευνες Εμπορικών Συλλόγων της Αττικής, οι πωλήσεις των χειμερινών εκπτώσεων κινήθηκαν ως επί το πλείστον στα ίδια επίπεδα, σε σύγκριση με την περσινή περίοδο. Ωστόσο για το μεγαλύτερο ποσοστό των μικρών εμπορικών καταστημάτων, τα 6 στα 10 κινήθηκαν πτωτικά με την πλειονότητα να καταγράφει μείωση. Στα ίδια επίπεδα με την προηγούμενη χρονιά κινήθηκαν 2 στις 10 μικρές επιχειρήσεις, ενώ 2 στις 10 κινήθηκαν ανοδικά. Οι προσδοκίες της πλειονότητας των επιχειρήσεων για την συνολική πορεία των φετινών εκπτώσεων, εξαρχής ήταν αυξημένες, λόγω των αυξήσεων σε μισθούς και συντάξεις από τις αρχές του έτους. Στη πορεία όμως μετατράπηκαν σε συγκρατημένες, αφού δεν κατέγραψαν σημαντική ανοδική πορεία συγκριτικά με τον περυσινό αντίστοιχο τζίρο. Επίσης για άλλη μια φορά παρατηρείται οι μικροί της αγοράς να μην έχουν τις αναμενόμενες πωλήσεις και να συνεχίζεται η μετατόπιση του τζίρου στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις της λιανικής. Σύμφωνα πάντως με τα τελικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το έτος 2023, ο τζίρος του λιανικού εμπορίου της χώρας ανήλθε πέρυσι στα 68,14 δισ. ευρώ στις επιχειρήσεις, σημειώνοντας αύξηση 7% σε σχέση με το 2022, όπου είχε διαμορφωθεί σε 63,7 δισ. ευρώ. Για τις επιχειρήσεις του λιανικού εμπορίου, χωρίς τους κλάδους οχημάτων τροφίμων και καυσίμων, ο κύκλος εργασιών το 2023 ανήλθε σε 24,82 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 5,6% σε σχέση με το 2022, όπου είχε διαμορφωθεί σε 23,5 δισ. ευρώ.

Σε κάθε περίπτωση τα ελληνικά νοικοκυριά δαπανούν το 35%, δηλαδή ένα πολύ σημαντικό ποσοστό, του οικογενειακού τους προϋπολογισμού, για την αγορά βασικών αγαθών και για λογαριασμούς στέγασης. Η ανακατανομή των οικογενειακών προϋπολογισμών και ο πληθωρισμός είναι γεγονός πως επηρεάσαν αρνητικά τις φετινές χειμερινές εκπτώσεις. Η αγορά θα συνεχίσει και μετά τον Φεβρουάριο να βρίσκεται αντιμέτωπη με τον περιορισμό του διαθέσιμου προς κατανάλωση εισοδήματος για την πλειονότητα των ελληνικών νοικοκυριών, αλλά είναι παρήγορο που ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης ενισχύθηκε έστω και ήπια και κινείται με θετικό πρόσημο. Η διπλή ακρίβεια σε σίτιση και στέγαση φαίνεται πως θα αποτελέσει και το 2024 το Νο 1 πρόβλημα για την κυβέρνηση και τους πολίτες


Αποστολή με email Εκτυπώσιμη μορφή