Ενημέρωση   /   ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΑΡΘΡΩΝ

Άρθρο προέδρου Ε.Β.Ε.Π., Βασίλη Κορκίδη, αποκλειστικά στην POLITICAL: Οι αποκλίσεις έμμεσων και άμεσων φόρων σε Ελλάδα και Ε.Ε.
24/11/2023 - ΠΗΓΗ: Ε.Β.Ε. ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Οι Έλληνες φορολογούμενοι φαίνεται να καταβάλλουν αναλογικά το 65% των άμεσων φόρων που καταβάλλουν οι Ευρωπαίοι, αλλά ταυτόχρονα και 40% περισσότερους έμμεσους φόρους από τον μέσο Ευρωπαίο φορολογούμενο. Αναλυτικά στην Ελλάδα οι έμμεσοι φόροι ξεπερνούν το 19% ως ποσοστό του ΑΕΠ, ενώ στην Ευρώπη κυμαίνονται στο 13,5%. Τα έσοδα από άμεσους φόρους στην Ελλάδα είναι 8,5% ως ποσοστό του ΑΕΠ, ενώ στην Ευρώπη ξεπερνούν το 13%. Η Eurostat δείχνει πως το μερίδιο των εσόδων από τη φορολογία των ελευθέρων επαγγελματιών αγγίζει το 0,8% του ΑΕΠ στην Ελλάδα, ενώ το 2,1% στην ΕΕ. Ως εκ τούτου, οι Έλληνες  ελεύθεροι επαγγελματίες φαίνεται να καταβάλλουν αναλογικά το 38% των άμεσων φόρων που καταβάλλουν οι Ευρωπαίοι, αλλά και κατά 40% περισσότερους έμμεσους φόρους από τους συναδέλφους τους στην ΕΕ.

 

Στην χώρα μας η απώλεια εσόδων από ΦΠΑ που δεν αποδίδεται, υπολογίζεται το 2023 στο 15%, αλλά με καθοδική πορεία, ενώ στην ΕΕ είναι στο 9%. Το οικονομικό επιτελείο κοστολογεί την «τρύπα του ΦΠΑ» στα 3,2 δις ευρώ και επιδιώκει σε μια τριετία τη μείωση των απωλειών κατά 2 δις ευρώ και κάτω από τα μέσα ευρωπαϊκά επίπεδα. Αναλυτικά, το κενό είσπραξης ΦΠΑ περιορίστηκε στα 3,23 δις ευρώ το 2021 από τα 3,43 δις. ευρώ που ήταν το 2020. Σύμφωνα με την έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ελλάδα το 2021 παρουσίασε μείωση στο έλλειμμα του ΦΠΑ κατά 3,2 ποσοστιαίες μονάδες, δηλαδή στο 17,8%  έναντι 21% τον προηγούμενο χρόνο. Παρά όμως τα βήματα προόδου η Ελλάδα βρίσκεται στην τρίτη θέση των χωρών της Ε.Ε. με το μεγαλύτερο έλλειμμα ΦΠΑ μετά τη Ρουμανία να καταλαμβάνει την πρώτη θέση με ποσοστό 37% και τη Μάλτα στη δεύτερη θέση με 26%.

 

Στη προσπάθεια να μειώσουμε τις παραπάνω απώλειες θα πρέπει να βάλουμε στην ίδια εξίσωση τα φορολογικά παραστατικά με τον ΦΠΑ και να φέρουμε στο επίκεντρο τις αποδείξεις σε συνδυασμό με το ποσοστό του ΦΠΑ. Προτείνουμε λοιπόν το χτίσιμο του αφορολόγητου να υπολογίζεται, όχι με την συνολική αξία της απόδειξης, αλλά με το 24% ή το όποιο ποσοστό ΦΠΑ, ανάλογα με την κατηγορία αγαθών και υπηρεσιών, ώστε να απαιτούνται για το ίδιο όριο αφορολόγητου ποσού, τουλάχιστον τετραπλάσιες αποδείξεις από όλους τους φορολογούμενους. Έτσι πολλές περισσότερες αποδείξεις θα ζητούνται και αντίστοιχα περισσότερες θα εκδίδονται με αποτέλεσμα την αύξηση της εισπραξιμότητας του ΦΠΑ από το κράτος. 

 

Ενδεχομένως αυτό να είναι ένα ουσιαστικό βήμα που θα βελτιώσει, έστω και εξ ανάγκης, τη φορολογική συμμόρφωση και θα συνδράμει στην αντιμετώπιση της «μικροφοροδιαφυγής». Βεβαίως θέλει υπομονή και επιμονή για να αποδώσει το μέτρο, ενώ το οικονομικό επιτελείο οφείλει να μείνει προσηλωμένο στο σχέδιο των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων και τον εκσυγχρονισμό όλων των διαδικασιών. Η ψηφιοποίηση της οικονομίας και των ελεγκτικών μηχανισμών, θα πρέπει να αντιμετωπίσουν τις χρόνιες παθογένειες και να εξελίξουν το φορολογικό μας σύστημα σε απλό και δίκαιο. Πάντως οφείλουμε να διακρίνουμε, τουλάχιστον με τα μέχρι σήμερα πεπραγμένα, πως όσο η φοροδιαφυγή θα περιορίζεται, τόσο περισσότερο η ελληνική κυβέρνηση θα υλοποιεί τη πολιτική στήριξης του εισοδήματος των Ελλήνων, μειώνοντας άμεσους και έμμεσους φόρους.

 


Αποστολή με email Εκτυπώσιμη μορφή