Ενημέρωση   /   'Αρθρα-Δηλώσεις-Παρεμβάσεις   /   ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΑΡΘΡΩΝ

Άρθρο προέδρου ΕΒΕΠ στον Μηνά Τσαμόπουλο για το «Πρώτο Θέμα» - Σε κατάσταση οικονομικού πολέμου οι ευρωπαϊκές αγορές
17/03/2022 - ΠΗΓΗ: Ε.Β.Ε. ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Σε κατάσταση οικονομικού πολέμου βρίσκονται οι ευρωπαϊκές αγορές, με διάφορα «σκοτεινά» σενάρια να «πρωταγωνιστούν» σε επιμέρους τομείς των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και των εμπορικών δρώμενων. Ο πληθωρισμός τείνει να χαρακτηριστεί «επιταχυνόμενος» από το 6,3% στο 7% και με το φόβο να καταστεί καλπάζων στα επίπεδα του 8,5%. Η αύξηση του πληθωρισμού για το επόμενο χρονικό διάστημα θεωρείται δεδομένη, καθώς φυσικό αέριο, ηλεκτρικό ρεύμα και πετρέλαιο έχουν εκτιναχθεί σε ύψη ρεκόρ, απειλώντας για κάθε 10% αύξηση της ενέργειας με μείωση 1% του ΑΕΠ της ευρωζώνης το 2022. Η Ε.Ε. εξαρτάται κατά 48% από το ρωσικό-ουκρανικό φυσικό αέριο, κατά 32% και 20% αντίστοιχα από τις εισαγωγές σιταριού και καλαμποκιού. Οι συνολικές οικονομικές επιπτώσεις του πολέμου είναι ακόμη απροσδιόριστες και μόνο οι χρηματιστηριακές απώλειες μπορούν να μετρηθούν και να αξιολογηθεί πόσο επηρεάζουν το κόστος δανεισμού επιχειρήσεων και οικονομιών.

Είναι προφανές ότι τις αυξητικές τάσεις της τιμής του πετρελαίου που προβλέπεται τον Μάρτιο να κυμανθεί στα 140-150 $/βαρέλι, θα ακολουθήσουν τα ναυτιλιακά καύσιμα με ότι αυτό συνεπάγεται στην διαμόρφωση των παραμέτρων της ναυλαγοράς με την ζήτηση για πλοία μεταφοράς LNG και προϊόντων πετρελαίου να έχει «κτυπήσει ταβάνι». Στην παρούσα χρονική συγκυρία με την δύσκολη στην λύση της εξίσωσης για την παγκόσμια οικονομία η αναγγελία των αυξήσεων των τελών διέλευσης από την Διώρυγα του Σουέζ θα μπορούσε να αποτελεί το «κερασάκι στην τούρτα» σε μία περίοδο ρευστή για το ευρωπαϊκό εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο. Είναι προφανές ότι τόσο οι αυξήσεις στα πετρελαιοειδή της ναυτιλίας, των ναύλων γενικά, αλλά και οι επιπρόσθετες αυξήσεις στα ασφάλιστρα κατά κινδύνων πολέμου για πλοία που θα επιχειρούν στην Μαύρη Θάλασσα θα επισωρεύσουν αυξήσεις στα εισαγώγιμα προϊόντα, αλλά και θα στερήσουν μερίδιο της ανταγωνιστικότητας των εξαγώγιμων.

Οι ευρωπαϊκές αγορές θα εξακολουθούν για μεγάλο διάστημα να πλήττονται από τα «απόνερα» των κυμάτων της πανδημίας αλλά και από το ενεργειακό που φούντωσε εξ αιτίας της σύρραξης Ρωσίας Ουκρανίας. Από την στιγμή που το κόστος της ενεργειακής επάρκειας της Ευρώπης τίθεται εν αμφιβόλω, το ερώτημα για το πόσο παραπάνω του 25% των αυξήσεων σε αγροτικά και βιομηχανικά προϊόντα θα επηρεαστεί συνολικά, η βιομηχανική και αγροτική παραγωγή παραμένει αναπάντητο. Την ίδια στιγμή ισχυρές πιέσεις δέχονται και οι τιμές των μετάλλων με άλμα πάνω από τα 37.000 δολάρια το νικέλιο καταγράφοντας αύξηση 30,7% με τους επενδυτές να ανησυχούν για την τρελή κούρσα ανόδου των τιμών στα μέταλλα.

Η τεταμένη κατάσταση με τις απαγορεύσεις που έχουν τεθεί ως αντίμετρα έχουν ήδη αρχίσει να επηρεάζουν τα εμπορικά λιμάνια και ιδιαίτερα όσα συνδέονται σιδηροδρομικά με την Ρωσία. Ενδεικτικό της κατάστασης που θα επικρατήσει, αποτελεί η προειδοποίηση της MAERSK, μιας εκ των δύο ισχυρότερων ναυτιλιακών εταιριών διακίνησης TEUs στον κόσμο, η οποία απαρτίζει με την επίσης ισχυρότατη MSC, τη «συμμαχία» 2Μ, για καθυστερήσεις στα λιμάνια της Βόρειας Ευρώπης στον τομέα των μεταφορτώσεων, καθώς οι τελωνειακές και άλλες αρχές ελέγχουν τα κομιζόμενα εμπορεύματα και την κατεύθυνσή τους. Καθυστερήσεις που θα επισωρεύσουν στις ήδη υπάρχουσες από την κρίση της πανδημίας με το κόστος ναύλωσης των container να παραμένει πεισματικά σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα παγκοσμίως, όπως και το κόστος των μεταφορτώσεων.

Πέραν τούτων εκτιμάται ότι το αίσθημα της ανασφάλειας, που γεννά δικαιολογημένα μια έκρυθμη κατάσταση από την πολεμική σύρραξη, στρέφει τους επενδυτές στον χρυσό, το δολάριο και τα ομόλογα, επιβραδύνοντας τις επενδύσεις και τον αναπτυξιακό σχεδιασμό των επιχειρήσεων. Ο πόλεμος επηρεάζει σαφώς τις εισαγωγές και κυρίως τις εξαγωγές των ελληνικών επιχειρήσεων, από και προς τα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας, που αποτελεί σημαντική θαλάσσια εμπορική αρτηρία. Οι ελληνικές εξαγωγές προς τη Ρωσία κινήθηκαν το 2021 στα επίπεδα των 206,6 εκατ. ευρώ, ενώ οι εξαγωγές στα 4,2 δισ. ευρώ, κυρίως λόγω της προμήθειας φυσικού αερίου. Στην Ουκρανία οι εξαγωγές μας ανέρχονται ετησίως σε 338 εκατ. ευρώ και οι εισαγωγές σε 198 εκατ. ευρώ.

Στην Ρωσία δραστηριοποιούνται 70 ελληνικές εταιρίες και περί τις 45 στην Ουκρανία, που δραστηριοποιούνται κυρίως στον χώρο της εμπορίας τροφίμων, φρούτων και λαχανικών, επιλογής πληρωμάτων για την ελληνική ναυτιλία, παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών και τουρισμού. Από τον τουρισμό εκτιμάται ότι θα «χαθούν» οι αφίξεις από την εμπόλεμη ζώνη με το ερώτημα που αναδύεται να αφορά στο κατά πόσο θα επηρεαστούν και οι τουριστικές ροές από την Αμερική και τον υπόλοιπο κόσμο που κατευθύνονται στις χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και φυσικά την Ελλάδα.

Η σύνθεση όλων των επιπτώσεων καθιστά εκ των πραγμάτων εξαιρετικά δύσκολο το έργο των οικονομικών επιτελείων σε επίπεδο Ε.Ε. αλλά και του αντίστοιχου οικονομικού επιτελείου της χώρας μας, το οποίο καθ’ όλο το προηγούμενο της Ρωσο-Ουκρανικής σύρραξης είχε επιδείξει εξαιρετική ελαστικότητα επιλέγοντας παρεμβάσεις που διατήρησαν τα βασικά οικονομικά δεδομένα, στήριξαν επιχειρήσεις, προστάτευσαν το εισόδημα των ευάλωτων νοικοκυριών και απέτρεψαν την απώλεια θέσεων εργασίας. Η Ελλάδα ως ναυτική χώρα και εμπορικός κόμβος δεν κινδυνεύει από ενεργειακές και επισιτιστικές ελλείψεις, αλλά από επώδυνες αυξήσεις. Η ευρωπαϊκή οικονομία βιώνει το πρώτο μεγάλο σοκ του 21ου αιώνα που διανύουμε και η μόνη ευχή που μπορεί να διατυπώσουμε είναι αυτό το πολεμικό σοκ να είναι ανατάξιμο ώστε να αποφευχθούν τα χειρότερα. Οι εξελίξεις είναι πλέον τόσο γρήγορες, που οποιαδήποτε πρόβλεψη επί του παρόντος θεωρείται παρακινδυνευμένη.

 

 


Αποστολή με email Εκτυπώσιμη μορφή