Το επενδυτικό κενό αναφέρεται στη διαφορά μεταξύ του ποσοστού δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων ως προς το ΑΕΠ της χώρας μας και του αντίστοιχου μέσου όρου στην Ευρωζώνη. Το 2019 είχε κορυφωθεί στο 10,7%, το 2023 είχε μειωθεί σε 5,4 % του ΑΕΠ, το 2024 στο 4%, ενώ για το 2025 προβλέπεται 3,0 % και 2,3% για το 2026. Δημιουργήθηκε από την έλλειψη παραγωγικών επενδύσεων που επικεντρώνονται στη βιομηχανική τεχνολογία, R&D και υποδομές, από διαρθρωτικά εμπόδια και περιορισμένη χρηματοδότηση στις πολλές μικρές επιχειρήσεις, στην αβεβαιότητα και αστάθεια που μειώνει τις μακροπρόθεσμες επενδύσεις και το χαμηλό ψηφιακό επίπεδο. Την τελευταία 5ετία όμως σημειώθηκε αύξηση 60 % στις επενδύσεις με το ποσοστό να διαμορφώνεται στο 16,3 % του ΑΕΠ, έναντι 21,1 % στην Ευρωζώνη. Σημαντικός παράγοντας ήταν η εκταμίευση πόρων μέσω Ταμείου Ανάκαμψης και ΕΣΠΑ. Το Γραφείο Προϋπολογισμού προβλέπει ότι το επενδυτικό κενό θα μειωθεί κατά 74 % έως το 2026. Ωστόσο, παραμένει η ανάγκη κινητοποίησης πρόσθετων, βιώσιμων ιδιωτικών και δημόσιων επενδύσεων και μετά τη λήξη του ΤΑΑ.
Έρχεται λοιπόν τη κατάλληλη χρονική στιγμή, ο νέος Αναπτυξιακός Νόμος «Ελλάδα Ισχυρή Ανάπτυξη», όχι απλώς ως μια νομοθετική πρωτοβουλία, αλλά ως μια στρατηγική για επενδύσεις στην ελληνική παραγωγή με όραμα τη βιώσιμη, καινοτόμο και περιφερειακά ισόρροπη ανάπτυξη. Σε μια εποχή πολλαπλών κρίσεων από την κλιματική έως την ενεργειακή και τη γεωπολιτική είναι προφανές ότι ο νόμος αυτός προσφέρει ένα νέο εργαλείο συνέχειας της προόδου για τις ελληνικές επιχειρήσεις. Είναι προφανές ότι η Ελλάδα χρειάζεται ένα νέο, πιο παραγωγικό και πιο ανθεκτικό πρότυπο ανάπτυξης. Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας ότι ποτέ κανένας νόμος δεν είναι τέλειος, το νέο πλαίσιο κάνει ένα αποφασιστικό βήμα μπροστά προς τη λύση στο «εθνικό πρόβλημα» της προσέλκυσης νέων επενδύσεων.
Στο υπόμνημα του Ε.Β.Ε.Π. στον Υπουργό Ανάπτυξης Τάκη Θεοδωρικάκο επισημαίνεται πως η προβλεπόμενη μείωση του χρόνου αίτησης και έγκρισης σε συνδυασμό με την αύξηση του συνολικού χρόνου ολοκλήρωσης των έργων εκτιμάται ότι θα λειτουργήσει θετικά. Βεβαίως στο σημερινό περιβάλλον, είναι καίριας σημασίας ο περιορισμός των καθυστερήσεων, καθώς προκαλούν αναγκαστικές, επιβαρυντικές μεταβολές στις επενδυτικές προτεραιότητες. Η αύξηση της παραγωγικότητας μπορεί να επιτευχθεί με την ενίσχυση των επενδύσεων σε σύγχρονο τεχνολογικό εξοπλισμό και εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης, χωρίς να αποσυνδέσει τα κριτήρια υπαγωγής από την υποχρεωτική δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Τα επενδυτικά καθεστώτα θα κινητοποιήσουν συνολικά κεφάλαια ύψους 4 δισ. ευρώ για την περίοδο 2025-2026, δίνοντας προτεραιότητα στη μεταποίηση, την κοινωνική επιχειρηματικότητα, την εξωστρέφεια και τις οικονομικά ασθενέστερες περιοχές της χώρας. Από το Δημόσιο οι ενισχύσεις σε επιχορηγήσεις και φορολογικές απαλλαγές ανέρχονται στο 1 δις ευρώ, από την ιδιωτική συμμετοχή θα μοχλευτεί άλλο 1 δις ευρώ, ενώ από το Ταμείο Δανείων σε συνεργασία με την ΕτΕπ θα προστεθεί 1,3 δις ευρώ και άλλα 500 εκατ. από το χρηματοδοτικό εργαλείο DELFI της ΕΑΤ.
Οι προβλεπόμενες επενδύσεις στην Ελλάδα είναι χωρισμένες σε εγχώριες επενδύσεις και άμεσες ξένες επενδύσεις και βασίζονται σε προβλέψεις του ΔΝΤ, ΕΕ και ΟΟΣΑ, με ενδεικτικές προσεγγίσεις από την τάση που δημιουργείται, από την υλοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης και των στρατηγικών συμφωνιών. Η Ελλάδα προβλέπεται να διατηρήσει ισχυρή επενδυτική δυναμική, με σταδιακή αύξηση του ποσοστού επενδύσεων σε 17,5% του ΑΕΠ πριν το 2030. Οι άμεσες ξένες επενδύσεις θα κινηθούν ανοδικά, φτάνοντας το 2,7% του ΑΕΠ έως το 2030, ενισχυμένες από στρατηγικές επενδύσεις σε ενέργεια, τουρισμό, υποδομές και ψηφιακές τεχνολογίες. Με τη σύσταση μάλιστα της Διυπουργικής Επιτροπής Ελέγχου Άμεσων Ξένων Επενδύσεων - ΔΕΕΑΞΕ - θα ελέγχονται πλέον οι επενδύσεις από τρίτες χώρες σε ευαίσθητους τομείς για την ασφάλεια και δημόσια τάξη της χώρας μας.
Με την εφαρμογή του νέου αναπτυξιακού νόμου επιδιώκεται, ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, προώθηση της καινοτομίας και βελτίωση της κοινωνικής συνοχής. Ωστόσο κρίνεται απαραίτητο να συνεχιστεί η παρακολούθηση και αξιολόγηση της εφαρμογής του, προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητά του και να γίνουν οι απαραίτητες προσαρμογές για την επίτευξη των στόχων του. Το στοίχημα είναι η σωστή και διαφανής εφαρμογή του. Ένα στοίχημα που αξίζει και μπορούμε να κερδίσουμε με την αύξηση της παραγωγικότητας, την ενίσχυση της απασχόλησης και της ανταγωνιστικότητας. Η διεύρυνση του εξαγωγικού προσανατολισμού, που παραμένει μεταξύ των κύριων στόχων, αποτελούν τις ισχυρές παραμέτρους για επιτάχυνση της κίνησης μιας οικονομίας η κυκλικότητα της οποίας είναι δεδομένη.
Είναι γνωστό ότι το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιώς εγκαίρως είχε τοποθετηθεί υπέρ της ανάπτυξης ενός πλαισίου που θα «χαλυβδώσει» την παραγωγική βάση που επί της ουσίας είναι ο βασικός κρίκος της αλυσίδας της οικονομικής ανάπτυξης, σημειώνοντας μάλιστα την αναγκαιότητα ενίσχυσης της καινοτομίας στη ναυπηγική βιομηχανία. Ο νέος νόμος δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην υποστήριξη επιχειρήσεων που επενδύουν μέσα σε βιομηχανικές περιοχές και επιχειρηματικά πάρκα, που είναι ουσιώδης στροφή για να καταστεί η παραγωγικότητα μας ανταγωνιστική σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον που αλλάζει ραγδαία.
Ο νέος νόμος προβλέπει όχι μόνο φοροαπαλλαγές, αλλά και άμεσες επιχορηγήσεις, καθώς και συμμετοχές κεφαλαίων με μόχλευση ιδιωτικών και ευρωπαϊκών πόρων με τα χρηματοδοτικά εργαλεία της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων. Έτσι, προσελκύονται στρατηγικές επενδύσεις που μπορούν να αλλάξουν το παραγωγικό προφίλ της χώρας. Για πρώτη φορά προβλέπεται μια απλοποίηση διαδικασιών με την αξιολόγηση και την ένταξη των επενδυτικών σχεδίων να ολοκληρώνεται εντός 90 ημερών από την υποβολή της αίτησης, με στόχο το περιορισμό της γραφειοκρατίας και διευκόλυνσης της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Για τη δημιουργία όμως ενός πραγματικά φιλοεπενδυτικού περιβάλλοντος, που θα προσελκύσει ακόμα περισσότερες παραγωγικές επενδύσεις είναι η ριζική αναθεώρηση των βασικών αρχών που διέπουν αμφίδρομα την εμπιστοσύνη μεταξύ δημοσίου και επιχειρηματιών.
Ενδιαφέρον έχει επίσης το γεγονός ότι καταργείται η μορφή της άμεσης αξιολόγησης κατά σειρά προτεραιότητας «first in-first out» και πλέον υφίσταται ως μοναδική μορφή αξιολόγησης των επενδυτικών σχεδίων η συγκριτική αξιολόγηση. Μέσα από αυτές τις ρυθμίσεις το υπουργείο Ανάπτυξης επιδιώκει να περιορίσει την κατασπατάληση χρημάτων που χαρακτήρισε τους αναπτυξιακούς νόμους έως τώρα, καθώς σε ουκ ολίγες περιπτώσεις χορηγήθηκαν επιδοτήσεις για επενδύσεις «φαντάσματα», και ταυτόχρονα να αποτρέψει το φαινόμενο των επαναλαμβανόμενων παρατάσεων στις διαδικασίες που διέπουν την υποβολή, αξιολόγηση, έγκριση και υπαγωγή των επενδυτικών σχεδίων. Οι εγκρίσεις των επενδυτικών σχεδίων, ανεξαρτήτως μεγέθους, θα πραγματοποιούνται μέσω ενός πλήρως ψηφιοποιημένου συστήματος αξιολόγησης, ενώ ο Νόμος περιλαμβάνει και ρήτρα υλοποίησης.
Στα καθεστώτα ενίσχυσης, από τις τεχνολογίες αιχμής μέχρι την αγροδιατροφή και τον τουρισμό, με βάση τις μελλοντικές ανάγκες και τις επενδυτικές προτεραιότητες περιλαμβάνονται η εφοδιαστική και οι αλυσίδες αξίας. Ο στόχος είναι η ενίσχυση επενδύσεων σε υποδομές και τεχνολογίες logistics, σε μια εποχή όπου η ευστάθεια και η αποδοτικότητα των εφοδιαστικών αλυσίδων είναι ζωτικής σημασίας τόσο για την εγχώρια παραγωγή όσο και για τις εξαγωγές. Η Ελλάδα, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, εξελίσσεται σε διαμετακομιστικό κόμβο της ΝΑ Ευρώπης και της Μεσογείου. Η ενίσχυση της εφοδιαστικής αλυσίδας συμβάλλει στη μείωση του κόστους μεταφοράς και αποθήκευσης για τις επιχειρήσεις, στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών εξαγωγών, στη δημιουργία θέσεων εργασίας σε έναν διαρκώς αναπτυσσόμενο κλάδο και φυσικά στην αύξηση των άμεσων ξένων επενδύσεων σε logistics hubs και υποδομές.
Το Ε.Β.Ε.Π. αισθάνεται δικαιωμένο από το νέο Αναπτυξιακό νόμο, αφού καλύπτει αν όχι όλα, τα περισσότερα ζητούμενα ενίσχυσης των επιχειρήσεων. Σε θέματα μείζονος σημασίας όπως η βιομηχανική παραγωγή, η μεταποίηση, οι εξαγωγές και η εφοδιαστική αλυσίδα βλέπουμε κίνητρα που έχουμε υποστηρίξει και προτείνει για βελτιώσεις κρίσιμων παραμέτρων. Ο ρόλος της ελληνικής βιομηχανίας και μεταποίησης δημιουργεί ένα βασικό και σταθερό πυλώνα για τη δημιουργία νέων, ανταγωνιστικών προϊόντων και την ενίσχυση της εξωστρέφειας της ελληνικής παραγωγής. Η κινητικότητα και αποδοτικότητα της εφοδιαστικής αλυσίδας, επιδρούν καθοριστικά στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων διαμορφώνοντας τα κόστη διαμετακόμισης στο εσωτερικό και εξωτερικό, άρα και του προσδιορισμού του τελικού κόστους του προϊόντος. Παρά την ενίσχυση των εξαγωγών και της βιομηχανίας τα τελευταία χρόνια, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε πως το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο παραμένει υψηλό και μπορεί να λυθεί μόνο με την ανάπτυξη μιας ισχυρής παραγωγικής βάσης και τη σταδιακή κάλυψη του «επενδυτικού κενού» από το 16% στο 21% του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Είναι ασφαλώς αυτονόητο πως όλα τα ζητούμενα για επενδύσεις είναι εφικτά μόνο υπό συνθήκες κανονικότητας και σταθερότητας και όχι υπό συνθήκες γεωπολιτικής αστάθειας, ενεργειακής αναστάτωσης και πολεμικών εντάσεων.
|