Η Ευρώπη δεν μπορεί πλέον να αντέξει οικονομικά να βλέπει τις πιο πολλά υποσχόμενες καινοτόμες εταιρείες της Ευρώπης να επενδύουν και να επεκτείνονται στις ΗΠΑ ή στην Ασία.
Ξεκινά, λοιπόν, η ΕΕ μια νέα Στρατηγική για τις Νεοσύστατες και Αναβαθμισμένες Επιχειρήσεις, η οποία ορθώς επισημαίνει τις υπάρχουσες αδυναμίες, αλλά η επιτυχία της θα εξαρτηθεί τελικά από την πραγματική πρόοδο στην ενίσχυση της Ενιαίας Αγοράς, τη βελτίωση των ρυθμιστικών οδηγιών και τη μείωση της γραφειοκρατίας. Η στρατηγική αναγνωρίζει ένα βασικό ζήτημα: Η Ευρώπη διαπρέπει στη δημιουργία νεοσύστατων επιχειρήσεων, αλλά δυσκολεύεται να τις βοηθήσει να επεκταθούν. Ένας σημαντικός παράγοντας είναι η έλλειψη πρόσβασης σε χρηματοδότηση για την ανάπτυξή τους, αλλά το πιο κρίσιμο εμπόδιο παραμένει ο κατακερματισμός της Ενιαίας Αγοράς, ο οποίος αυξάνει σημαντικά το κόστος και την πολυπλοκότητα της διασυνοριακής επέκτασης. Αυτά τα εμπόδια όχι μόνο ωθούν τις εταιρείες να επεκταθούν αλλού, αλλά και αποτρέπουν τους μακροπρόθεσμους μικρομεσαίους επενδυτές.
Απαραίτητη για την ανταγωνιστικότητα της επιχειρηματικότητας είναι η έξυπνη νομοθεσία, που διασφαλίζει λιγότερη γραφειοκρατία. Οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες και στις 27 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιθυμούν το ίδιο πράγμα. Η ευρωπαϊκή νομοθεσία τους κάνει να αισθάνονται πως αδιαφορεί για τους μικρούς της αγοράς, πως τους καταβάλλει με τα ζητούμενά της και πως δεν έχει επαφή με την πραγματικότητα της καθημερινότητας. Έρχεται, βεβαίως, σήμερα η Κομισιόν να δεσμευτεί πως θα μειώσει τη γραφειοκρατία, αλλά δεν λέει πώς και πότε θα μετατρέψει τις υποσχέσεις σε πράξεις. Το μήνυμα είναι σαφές: η μείωσή της δεν είναι δευτερεύον ζήτημα, αλλά προϋπόθεση για μια ανταγωνιστική και ανθεκτική Ευρώπη. Μια έξυπνη και αναλογική νομοθεσία, βασισμένη στην εμπιστοσύνη και στις βασικές αρχές ισονομίας, είναι απαραίτητη για τη μείωση του κανονιστικού φόρτου στις ΜμΕ και την αξιοποίηση του πλήρους δυναμικού τους, ως κινητήριων δυνάμεων της ανταγωνιστικότητας της ΕΕ. Σε περιόδους γεωπολιτικής αβεβαιότητας και οικονομικού κατακερματισμού, η Ευρώπη δεν έχει την πολυτέλεια να παραγκωνίσει τις ΜμΕ της.
Ενώ, λοιπόν, η ΕΕ έχει ξεκινήσει να αναλαμβάνει κάποιες πρωτοβουλίες, όπως η υιοθέτηση του «Small Midcap Omnibus», η πρόοδος για την ώρα παραμένει περιορισμένη. Η δημιουργία της νέας κατηγορίας μικρών και μεσαίων κεφαλαιοποιήσεων έχει μόνο εντείνει τις ανησυχίες ότι οι παραδοσιακές ΜμΕ παραγκωνίζονται υπέρ των νεοσύστατων επιχειρήσεων υψηλής ανάπτυξης και των αναβαθμισμένων επιχειρήσεων. Η ΕΕ, πριν από την υιοθέτηση της Στρατηγικής για τις Νεοσύστατες και Αναβαθμισμένες Επιχειρήσεις, θα πρέπει να έχει εξασφαλίσει πως δεν θα υπάρξει καμία αρνητική επίπτωση στις υφιστάμενες μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις. Αυτό, μάλιστα, πρέπει να ισχύει για την τρέχουσα περίοδο χρηματοδότησης και θα πρέπει επίσης να διασφαλιστεί για το μέλλον, ιδίως όσον αφορά τη προετοιμασία του σχεδιασμού για το επόμενο Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο. Εάν τα προγράμματα χρηματοδότησης αποδυναμωθούν, θα δημιουργήσουν τεράστιο πρόβλημα και θα εμποδίσουν την ανάπτυξη πολλών ΜμΕ, που παρέχουν θέσεις εργασίας σε τοπικό και εθνικό επίπεδο, ενώ επενδύουν και ενισχύουν την κοινωνική συνοχή στις ευρωπαϊκές κοινότητες.
Η Ευρώπη των 27 χωρών διαθέτει 25,85 εκατ. εταιρείες, εκ των οποίων 24,21 εκατ. είναι πολύ μικρές επιχειρήσεις, με κύκλο εργασιών έως 900.000 ευρώ και λιγότερους από 10 υπαλλήλους, άλλες 1,38 εκατ. κατηγοριοποιούνται ως μικρές, με κύκλο εργασιών έως 10 εκατ. ευρώ και με 10 – 49 υπαλλήλους, 210.551 είναι μεσαίες επιχειρήσεις, που απασχολούν 50 – 249 εργαζομένους και έχουν κύκλο εργασιών έως 50 εκατ. ευρώ, και, τέλος, μια ομάδα 43.420 μεγάλων εταιρειών, από τις οποίες περίπου 38.000 κατηγοριοποιούνται πλέον ως μικρομεσαίες κεφαλαιοποιήσεις, με κύκλο εργασιών άνω των 50 εκατ. ευρώ και μέγιστο αριθμό 750 υπαλλήλων. Οι 24,2 εκατ. πολύ μικρές επιχειρήσεις χρειάζονται κανόνες προσαρμοσμένους στην πραγματικότητά τους και όχι αποδυναμωμένες εκδοχές κανονισμών που έχουν δημιουργηθεί κυρίως για να εξυπηρετούν τις μεγάλες εταιρείες. Εάν, λοιπόν, η Ευρώπη ενδιαφέρεται σοβαρά για την ανταγωνιστικότητα, πρέπει να ενδυναμώσει τους ανθρώπους που επενδύουν και τροφοδοτούν την ευρωπαϊκή οικονομία. Πρέπει να εφαρμόσει μια έξυπνη ρύθμιση που να μειώνει τα βάρη και να προσφέρει αποτελέσματα για τις μικρότερες επιχειρήσεις.
Οι πολύ μικρές επιχειρήσεις στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία από την Ελληνική Στατιστική Αρχή και την Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία (Eurostat), αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα, το 96% των ελληνικών επιχειρήσεων χαρακτηρίζονται ως πολύ μικρές, δηλαδή απασχολούν έως 9 εργαζομένους. Από αυτές, ένα σημαντικό ποσοστό, πάνω από 90%, είναι επιχειρήσεις που απασχολούν λιγότερους από 5 εργαζομένους ή και αυτοαπασχολούμενους. Οι μικρές επιχειρήσεις με 10 – 49 εργαζομένους αποτελούν περίπου το 3%, ενώ οι μεσαίες με 50 – 249 εργαζόμενους και οι μεγάλες με άνω των 250 καλύπτουν λιγότερο από το 1% του συνόλου. Αυτό σημαίνει ότι οι πολύ μικρές επιχειρήσεις είναι η απόλυτη αριθμητική πλειοψηφία της ελληνικής οικονομίας και πρέπει να έχουν ευκολότερη πρόσβαση σε χρηματοδότηση, τόσο από τα κονδύλια του ΕΣΠΑ όσο και από εκείνα του ΤΑΑ. Η κατανομή των μέχρι σήμερα 21 δισ. ευρώ κονδυλίων του ΤΑΑ δείχνει πως μόνο τα 2 δισ. ευρώ έχουν κατανεμηθεί συνολικά στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, εκ των οποίων το 5% στις πολύ μικρές και το 12% στις μικρές.
Συμπερασματικά, η προσαρμοσμένη προσέγγιση για τις μικρές και μεσαίες κεφαλαιοποιήσεις θα πρέπει να βασίζεται σε έναν περιορισμένο κατάλογο διατάξεων με προτιμησιακή μεταχείριση. Επίσης, τονίζεται ότι η πιθανή εισαγωγή μιας μικρής κατηγορίας κεφαλαιοποίησης θα πρέπει να χρησιμεύσει ως ένα βήμα που θα επιτρέπει σε μια εταιρεία να αναπτυχθεί σταδιακά. Κατά την έναρξη και την πορεία της, κάθε εταιρεία θα πρέπει να είναι σε θέση να κάνει βήματα προς την ανάπτυξη, αντί να κατακλύζεται από διοικητικά βάρη που ξεπερνούν τα όρια. Οι 27 ευρωπαϊκές οικονομίες βάζουν σήμερα μεταξύ τους δασμούς που φτάνουν το 110% στη μεταφορά ενέργειας. Η ΕΕ πρέπει λοιπόν τώρα να επικεντρωθεί στην παροχή ανακούφισης στις μικρότερες εταιρείες, οι οποίες αισθάνονται ότι ασφυκτιούν από τη γραφειοκρατία. Οι μικρές επιχειρήσεις ζητούν να αρθούν τα εμπόδια και στη συνέχεια να δοθεί εμπιστοσύνη στους επιχειρηματίες να συμμορφωθούν με τον τρόπο που θα λειτουργεί καλύτερα για αυτές, αντί να αναγκάζονται να συμμορφώνονται με υπερβολικά αυστηρές νομοθετικές απαιτήσεις εντός της Ενιαίας Αγοράς.
Εάν, λοιπόν, η Ευρώπη θέλει οι νεοσύστατες επιχειρήσεις να εδραιωθούν και οι μικρές επιχειρήσεις να μεγαλώσουν, να επενδύσουν, να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας και να ευδοκιμήσουν εδώ, πρέπει επειγόντως να άρει τα γραφειοκρατικά εμπόδια εντός της Ενιαίας Αγοράς και να οικοδομήσει μια πραγματική Ευρωπαϊκή Ένωση Αποταμιεύσεων και Επενδύσεων. Επιπλέον, η Ευρώπη πρέπει να επενδύσει στην εκπαίδευση για την επιχειρηματικότητα, ώστε να διασφαλίσει μια ισχυρή ροή μελλοντικών εταιρειών. Εξίσου σημαντική είναι η καλλιέργεια μιας κουλτούρας που αγκαλιάζει τις δεύτερες ευκαιρίες, μειώνοντας το στίγμα που σχετίζεται με την επιχειρηματική αποτυχία και αίροντας τα νομικά και διαρθρωτικά εμπόδια που εμποδίζουν τους επιχειρηματίες να ξεκινήσουν ξανά. Πολλές από τις πιο επιτυχημένες επιχειρήσεις αναδύονται μόνο μετά από μια αποτυχία, η οποία θα πρέπει να θεωρείται ως ένα επιχειρηματικό στραβοπάτημα και όχι ως μια τελική ετυμηγορία.
|