Σε πείσμα των καιρών, η οικονομική μελέτη και ανάλυση της Εθνικής Τράπεζας για τις ελληνικές εξαγωγές εκτιμά μια εύθραυστη επιτάχυνση το 2025. Τα επίσημα στοιχεία κατέγραψαν ανάκαμψη της τάξης του 6% των εξαγωγών στο 2ο εξάμηνο του 2024, αντισταθμίζοντας τις απώλειες του 1ου εξαμήνου με -7%. Ως αποτέλεσμα, οι εξαγωγές διατηρήθηκαν κοντά στα ίδια ετήσια επίπεδα με απόκλιση -1%, σε αποπληθωρισμένους όρους. Ωστόσο, όπως αναδεικνύει η πρόσφατη μελέτη «Τάσεις του επιχειρείν» της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της ΕτΕ, η ανοδική αυτή τάση αποδεικνύεται εύθραυστη, εξαιτίας της αδύναμης ζήτησης των παραδοσιακών ευρωπαϊκών αγορών για τα ελληνικά προϊόντα. Οι τρεις βασικές προκλήσεις που ενδέχεται να κληθούν να αντιμετωπίσουν οι ελληνικές επιχειρήσεις το 2025 είναι η αύξηση του κόστους εξαγωγών, οι ανατιμήσεις στις πρώτες ύλες και η διαταραχή στις εφοδιαστικές αλυσίδες.
Με τις ελληνικές εξαγωγές να ψάχνουν ακόμα τα σταθερά πατήματα τους, καταλυτική κρίνεται η πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας. Η ανάκαμψη τους εξαρτάται εν πολλοίς από τις διαφαινόμενες αλλαγές στη δασμολογική πολιτική, αφού οι τελευταίες αποκτούν έμμεση, αλλά ουσιαστική σημασία για τις ελληνικές εξαγωγές. Οι πρόσφατες αποφάσεις της κυβέρνησης των ΗΠΑ να επιβάλουν νέους δασμούς σε προϊόντα όπως ο χάλυβας και το αλουμίνιο δημιουργούν ένα αβέβαιο επιχειρηματικό περιβάλλον και ενδέχεται να επηρεάσουν τις ελληνικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε τομείς όπως η μεταλλουργία και οι εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων. Στοχεύοντας την αντιστροφή τάσης για τις εξαγωγές, που συνέβη στο δεύτερο μισό του 2024, πρέπει να εστιάσουμε στο γεγονός πως η ανάκαμψη είναι εύθραυστη, καθώς οι διαχρονικά σταθερές αγορές της Δ. Ευρώπης και των Βαλκάνιων με το 75% των ελληνικών εξαγωγών, που συνήθως δίνουν την τάση, κινήθηκαν πτωτικά.
Συνεπώς το σύνολο της ώθησης πρέπει να συνεχίσει να έρχεται από «δευτερεύουσες» αγορές τρίτων χωρών. Αρχικά, το 50% της ανάκαμψης των εξαγωγών αφορά μεμονωμένες παραγγελίες μετάλλων, πιθανότατα για ενεργειακά έργα στη Μέση Ανατολή. Δευτερευόντως, οι ΗΠΑ ξεχωρίζουν ως ολοένα σημαντικότερος προορισμός για τα ελληνικά προϊόντα την τελευταία τριετία, με μέση ετήσια αύξηση 7%, υπερτριπλάσια από την αντίστοιχη επίδοση των λοιπών αγορών, της τάξης του 2%. Οι Έλληνες εξαγωγείς ξεχωρίζουν με την ανθεκτικότητά τους έναντι των Ευρωπαίων ανταγωνιστών τους, αλλά η ανάκαμψη των ευρωπαϊκών οικονομιών αποτελεί το μεγάλο στοίχημα για το 2025. Ωστόσο, η δυναμική αυτή προσπάθεια των Ελλήνων εξαγωγέων ενδεχομένως να κινδυνεύει από την υιοθέτηση επιθετικών εμπορικών πολιτικών και να απαιτεί μια νέα στρατηγική άμυνας.
Πέρα από τους παραπάνω προβληματισμούς, εντοπίζονται δύο θετικά στοιχεία στην τρέχουσα συγκυρία. Θετικό αποτύπωμα είχε ο κλάδος τροφίμων συνεισφέροντας 1,5 ποσοστιαίες μονάδες, με τα παραδοσιακά μας προϊόντα φέτα, γιαούρτι, ελαιόλαδο και ελιές να καλύπτουν άνω των 75% της ανόδου. Το μερίδιο των ελληνικών προϊόντων στις ευρωπαϊκές εξαγωγές άγγιξε υψηλό 15ετίας με 0,55%. Σημειωτέον πως το 38% της αξίας των εξαγωγών έγινε από επιχειρήσεις που δεν έχουν θυγατρικές στο εξωτερικό, το 36% από επιχειρήσεις με θυγατρικές στο εξωτερικό, ενώ το υπόλοιπο 26% της συνολικής αξίας των εξαγωγών πραγματοποιήθηκε από ξένες, ελεγχόμενες από το εξωτερικό, επιχειρήσεις.
Κοιτάζοντας μπροστά, οι προοπτικές για το 2025 μπορούν να είναι θετικές, εάν η ευρωπαϊκή οικονομία κινηθεί πιο δυναμικά, ενισχύοντας τις εισαγωγές της κατά 2,2% ύστερα από διετή πτώση. Σε γενικότερο επίπεδο, η διεθνής ζήτηση αναμένεται να παραμείνει υγιής, με εκτιμώμενη άνοδο της τάξης του 3% στον όγκο διεθνούς εμπορίου έναντι 2,7% το 2024, ενώ οι εξαγωγικές μας παραγγελίες συνεχίζουν να ξεχωρίζουν θετικά έναντι των Ευρωπαίων ανταγωνιστών μας. Επιπρόσθετα, η επαναφορά της παραγωγής ελαιόλαδου σε υψηλότερα επίπεδα θα ενισχύσει με 1 ποσοστιαία μονάδα τις εξαγωγικές επιδόσεις του 2025 σε αναπλήρωση της αντίστοιχης απώλειας που προκάλεσε η περυσινή χαμηλή παραγωγή.
Υπό αυτά τα δεδομένα, οι ελληνικές εξαγωγές το 2025 μπορούν να επιτύχουν μια αύξηση της τάξης του 3%-4%. Ωστόσο, η διεθνής ρευστότητα αυξάνει σημαντικά την αβεβαιότητα στις εκτιμήσεις, δημιουργώντας σημαντικό κίνδυνο υποχώρησης σε χαμηλότερα επίπεδα. Πέρα από την επιβάρυνση στις υψηλές επιδόσεις των ελληνικών εξαγωγών προς τις ΗΠΑ, κύριο ζήτημα είναι ότι η ΕΕ βρίσκεται στο κέντρο του εμπορικού πολέμου, καθώς διατηρεί υψηλό εμπορικό πλεόνασμα έναντι των ΗΠΑ, και κυρίως από τις σημαντικές για τις ελληνικές εξαγωγές αγορές της Γερμανίας και της Ιταλίας. Επιπλέον, μια διαφαινόμενη ανταλλαγή δασμών 25% μπορεί δυνητικά να οδηγήσει το διεθνές εμπόριο σε ευρεία επιβράδυνση, καθώς και σε σημαντικές ανακατατάξεις στα μερίδια στο σύνολο των αγορών. Τα τρόφιμα παραμένουν σταθερός πυλώνας στήριξης των ελληνικών εξαγωγών, ενώ διαχρονικό στήριγμα είναι τα μέταλλα με έντονη όμως μεταβλητότητα λόγω μεμονωμένων παραγγελιών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που δημοσιεύτηκαν τον Φεβρουάριο του 2025 οι ελληνικές εξαγωγές έκλεισαν το 2024 στα 49,9 δις ευρώ σημειώνοντας την τρίτη καλύτερη επίδοση μετά από αυτή του 2022. Καταγράφηκε βελτίωση των εξαγωγικών επιδόσεων στους παραδοσιακά ισχυρούς κλάδους και συγκεκριμένα 12,8 δις ευρώ στα προϊόντα πετρελαίου, 2,7 δις ευρώ στα φάρμακα, 2,4 δις στο αργίλιο, 1,5 δις ευρώ στα φρούτα, 1,1 δις ευρώ στην ηλεκτρική ενέργεια και 1 δις ευρώ στα έλαια και φυτικά λίπη. Οι κυριότερες χώρες σε ποσοστό του συνόλου της αξίας των ελληνικών εξαγωγών είναι με 10,5% η Ιταλία, με 7,1% η Γερμανία, με 6,6% η Κύπρος, με 5,9% η Βουλγαρία, 4,8% η ΗΠΑ και με 3,9% το Ηνωμένο Βασίλειο.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν επίσης τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ σύμφωνα με τα οποία οι εξαγωγές είναι υπόθεση λίγων και κυρίως μεγάλων επιχειρήσεων. Σχεδόν το 60% των εξαγωγών πραγματοποιείται από τις μεγάλες επιχειρήσεις, που απασχολούν πάνω από 250 άτομα και μάλιστα μόλις πέντε επιχειρήσεις πραγματοποιούν σχεδόν το 30% των ελληνικών εξαγωγών. Αντίστοιχα 17.097 μικρομεσαίες με 0-49 εργαζόμενους πραγματοποιούν το 22% και 1.572 μεσαίες επιχειρήσεις με 50-249 εργαζομένους πραγματοποιούν το 20%. Συνολικά 19.393 επιχειρήσεις πραγματοποίησαν εξαγωγές αξίας 49,9 δις ευρώ το 2024, έναντι 47,35 δις ευρώ το 2023 και 51,74 δις ευρώ το 2022 από 19.154 επιχειρήσεις.
Εξαγωγές σε πάνω από 20 χώρες πραγματοποίησαν μόλις 920 επιχειρήσεις, με σημαντικό μερίδιο στο 65,6% της συνολικής αξίας των εξαγωγών ή 31,1 δις ευρώ. Το 8,4% των επιχειρήσεων πραγματοποίησε εξαγωγές σε 1019 χώρες, το 45,4% σε 2 έως 9 χώρες, ενώ το 41,5% δηλαδή 8.046 επιχειρήσεις εξήγαγε προϊόντα μόνο σε μία χώρα. Άνω του 70% της συνολικής αξίας των εξαγωγών πραγματοποιήθηκε από 5.901 επιχειρήσεις των τομέων της μεταποίησης, παροχής ηλεκτρικού ρεύματος, φυσικού αερίου, ατμού και κλιματισμού, παροχής νερού, επεξεργασίας λυμάτων, διαχείρισης αποβλήτων, ορυχείων και λατομείων. Το 22% της συνολικής αξίας των εξαγωγών πραγματοποιήθηκε από 9.763 επιχειρήσεις του τομέα χονδρικού και λιανικού εμπορίου, επισκευής μηχανοκίνητων οχημάτων και μοτοσικλετών. Το 6,6% της συνολικής αξίας των εξαγωγών πραγματοποιήθηκε από 3.729 επιχειρήσεις των τομέων της γεωργίας, δασοκομίας και αλιείας, κατασκευών και λοιπών υπηρεσιών.
Η συνολική εικόνα που προκύπτει από τα επίσημα στοιχεία είναι πως είναι πολύ λιγότερες οι μικρές επιχειρήσεις που διέθεσαν τα προϊόντα τους σε αγοραστές εκτός Ελλάδας. Αυτό δείχνει, αφενός το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας που εξακολουθούν να έχουν τα ελληνικά προϊόντα, αφετέρου την έλλειψη εξαγωγικής κουλτούρας στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις. Το τελευταίο είναι ίσως ακόμη πιο ανησυχητικό, δεδομένου ότι τα τελευταία χρόνια έχουν επέλθει σημαντικές βελτιώσεις στις εξαγωγικές διαδικασίες, οι οποίες έχουν μειώσει σημαντικά τον χρόνο και το κόστος. Το θετικό στοιχείο είναι ο αριθμός των αγορών που έχουν βρει οι ελληνικές επιχειρήσεις που εξάγουν, καθώς οι πολλοί προορισμοί σημαίνει μικρότερη εξάρτηση από τον ένα. Ζητούμενο για την ενίσχυση της εξωστρέφειας του ελληνικού επιχειρείν και της εθνικής οικονομίας συνολικότερα είναι η συμμετοχή περισσότερων ΜμΕ στην εξαγωγική δραστηριότητα. Αντίστοιχα, οι εξαγωγές μπορούν να συντελέσουν και να προσδώσουν την επιθυμητή βιωσιμότητα στις ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
|