Αν εξαιρέσουμε τη ναυτιλία που αποτελεί εκ των βασικών, αλλά αθέατων για το ευρύ κοινό, πυλώνων της οικονομίας ο τουρισμός φαίνεται ότι και φέτος για μία ακόμη χρονιά κέρδισε τις εντυπώσεις από το εμπόριο και τη βιομηχανία. Ωστόσο, είναι πολύ νωρίς να «κάνουμε ταμείο» για το εμπορικό ισοζύγιο του 2024, δεδομένου ότι η τουριστική σεζόν διαρκεί μέχρι και τον Οκτώβριο. Η αναζήτηση πάντως του κατάλληλου οικονομικού μείγματος για καλύτερα αποτελέσματα παραμένει σε εκκρεμότητα. Το βέβαιο είναι πως αυτή η αναζήτηση απαιτεί να στηριχτούν οι ελληνικές επιχειρήσεις και να ενισχυθούν, ώστε να γίνουν ισχυρές, ανταγωνιστικές, βιώσιμες, καινοτόμες και επιδέξιες. Το θετικό είναι, πως πολιτεία και επιχειρηματικότητα έχουν δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για μια πιο ανταγωνιστική και ανθεκτική ελληνική οικονομία, που, πλέον, μπορεί την επόμενη τριετία να συγκλίνει με αυτές των χωρών της Ευρωζώνης.
Σύμφωνα με την ΤτΕ η εισερχόμενη ταξιδιωτική κίνηση το διάστημα του πρώτου εξαμήνου του 2024 αυξήθηκε κατά 15,5%, ενώ οι ταξιδιωτικές εισπράξεις εμφάνισαν χαμηλότερη αύξηση κατά 12,2%, καθώς η μέση δαπάνη ανά ταξίδι μειώθηκε 3,1% σε σύγκριση πάντα με την αντίστοιχη περίοδο του 2023. Συγκεκριμένα ήρθαν περισσότεροι και ξόδεψαν λιγότερα, με τη μέση δαπάνη ξένων τουριστών από τα 608 ευρώ να μειώνεται φέτος στα 571 ευρώ. Παράλληλα η γκρίνια για τα φαινόμενα υπερτουρισμού αυξάνεται, την ίδια ώρα που αυξάνεται και ο προβληματισμός από τα στοιχεία για την πορεία του εμπορικού ελλείμματος, τα οποία δείχνουν περαιτέρω αύξηση. Στην κυβέρνηση έχει ξεκινήσει η συζήτηση για τον έλεγχο του υπερτουρισμού, αλλά στις παραγωγικές τάξεις η συζήτηση και φέτος περιστρέφεται στο αν και κατά πόσον η τουριστική κίνηση συμβάλλει καθοριστικά στον τζίρο των επιχειρήσεων που περιστρέφονται γύρω από τις τουριστικές δραστηριότητες και όχι μόνο.
Αισιόδοξες είναι οι εξελίξεις στην εκτέλεση του φετινού προϋπολογισμού, λόγω της αύξησης των εσόδων και του πρωτογενούς πλεονάσματος πέραν των στόχων που έχουν τεθεί και αναμένεται να διευκολύνουν τη διαμόρφωση του νέου προϋπολογισμού. Σύμφωνα με τα στοιχεία εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού η υπεραπόδοση των φορολογικών εσόδων κατά 6,3% με επιπλέον 2,2 δις ευρώ στο επτάμηνο Ιανουαρίου-Ιουλίου 2024, φτάνοντας τα 36,9 δις ευρώ, καθώς και η υπέρβαση του πρωτογενούς πλεονάσματος στο ύψος των 5,7 δις ευρώ, έναντι στόχου 1,7 δις ευρώ, τροποποιούν θετικά το αποτέλεσμα της ταμειακής βάσης. Η υπερεκτέλεση του προϋπολογισμού προέρχεται από την καλύτερη απόδοση των συνολικών εσόδων, που ανήλθαν σε 43,1 δις ευρώ, αυξημένα κατά 2,1% έναντι του στόχου, καθώς και από τις δαπάνες του Κρατικού Προϋπολογισμού, που ανήλθαν το επτάμηνο στα 39,3 δις ευρώ και παρουσιάζονται μειωμένες κατά 2,7 δις ευρώ.
Παρά όμως τις γενικότερες βελτιώσεις που έχουν σηµειωθεί τα τελευταία χρόνια στα δηµοσιονοµικά µεγέθη της χώρας μας, το έλλειµµα τρεχουσών συναλλαγών παραµένει πολύ υψηλό και εξακολουθεί να είναι μια μεγάλη πρόκληση. Τα στοιχεία έδειξαν ότι το πρώτο εξάµηνο του 2024 με τη μείωση των εξαγωγών, το έλλειµµα αυξήθηκε σε 6,5% του ΑΕΠ, φτάνοντας τα 8,82 δις ευρώ. Η διατήρηση του ελλείµµατος στο λογαριασµό τρεχουσών συναλλαγών σε υψηλά επίπεδα προβληματίζει σοβαρά και πρέπει να αντιµετωπιστεί µε νέες µεταρρυθµίσεις και επενδύσεις, που θα ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονοµίας. Με βάση την ανάλυση, το έλλειµµα στο ισοζύγιο αγαθών κινήθηκε στο 15,3% του ΑΕΠ, ενώ, εξαιρουµένων των καυσίµων και πλοίων, το έλλειµµα ήταν 12,2% και το πλεόνασµα των υπηρεσιών ανήλθε στο 10% του ΑΕΠ. Όσον αφορά στις άµεσες ξένες επενδύσεις, σύμφωνα με την ΤτΕ, παρά τις πολλές αγορές ακινήτων, η καθαρή επενδυτική θέση της Ελλάδας είναι ελλειμματική.
Στο μέτωπο της ακρίβειας και στον γενικό δείκτη τιμών συνολικά κατά τη διάρκεια της διεθνούς πληθωριστικής κρίσης, η Ελλάδα έχει τη μικρότερη αύξηση του κόστους ζωής σε σύγκριση με την ΕΕ. Ο σωρευτικός πληθωρισμός στη χώρα μας από τον Δεκέμβριο του 2021 μέχρι σήμερα ανέρχεται στο 14%, ενώ ο μέσος όρος της ΕΕ εκτιμάται στο 16,7%. Ο εναρμονισμένος πληθωρισμός αυξήθηκε ελάχιστα τον Αύγουστο και διαμορφώθηκε στο 3,1%. Σύμφωνα με την Eurostat, στον επιμέρους δείκτη για τις ετήσιες μεταβολές στο κόστος τροφίμων, αλκοολούχων ποτών και καπνικών, οι ανατιμήσεις υπολογίστηκαν στο 1,8%, χαμηλότερα από τον μέσο όρο 2,4% της ευρωζώνης. Όμως, στη τρέχουσα δυναμική της εγχώριας κατανάλωσης παρατηρείται επιβράδυνση, αφού η χώρα μας βρίσκεται στην 11η θέση σε κατώτατο μισθό και στην 21η θέση της ΕΕ-27 στον δείκτη πραγματικής καταναλωτικής δύναμης. Το πρώτο εξάµηνο του 2024 ο συνολικός τζίρος στο λιανεµπόριο διαµορφώθηκε σε 33,8 δις ευρώ, από 32,5 δις ευρώ το 2023, καταγράφοντας αύξηση 3,87%. Εξαιρουµένων των κλάδων οχηµάτων, τροφίµων και καυσίµων, διαµορφώθηκε σε 11,9 δις ευρώ έναντι 11,6 δις ευρώ το 2023, με αύξηση µόλις 3%.
Οι μικρομεσαίοι είμαστε κοινωνοί του εν λόγω προβληματισμού και θα «βάλουμε πλάτη» παρά τη κρίσιμη χρονική συγκυρία, όπου οι γεωπολιτικές εξελίξεις στη «γειτονιά μας» προκαλούν εντεινόμενη ανησυχία για νέα ενεργειακή κρίση και διαταραχές στις εφοδιαστικές αλυσίδες. Το δυσμενές σενάριο αύξησης των τιμών του πετρελαίου, αλλά και των ναύλων των πλοίων, ενέχει τον κίνδυνο να πυροδοτήσει νέες πληθωριστικές πιέσεις στις τιμές βασικών αγαθών. Τούτων δοθέντων, καθίσταται αναγκαία η προετοιμασία για αποτελεσματικές παρεμβάσεις. Η επιστροφή της χώρας μας, μετά από πέντε χρόνια, στους στόχους του Συμφώνου Σταθερότητας οι οποίοι, παρά την ανάσα της αύξησης των πρωτογενών δαπανών κατά 3%, μας δεσμεύουν για επίτευξη ρυθμού ανάπτυξης 2,6% και υψηλότερο πρωτογενές πλεόνασμα κατά 2,1% του ΑΕΠ για τα επόμενα χρόνια, ώστε να υποχωρήσει το δημόσιο χρέος στο 143%, δεν πρέπει να μας καθυστερήσει, ούτε από την αναζήτηση του κατάλληλου οικονομικού μείγματος, ούτε από τη δυνατότητα σύγκλισης με την ΕΕ.
|