Ενημέρωση   /   'Αρθρα-Δηλώσεις-Παρεμβάσεις   /   ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΑΡΘΡΩΝ

Άρθρο Προέδρου Ε.Β.Ε.Π., Βασίλη Κορκίδη, υπόψη κου Αντώνη Τσιμπλάκη, για το ένθετο στη ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ της 78ης ΔΕΘ- Τα ελληνικά αντίμετρα στο «μεγάλο στασιμοπληθωρισμό» των τροφίμων
22/09/2023 - ΠΗΓΗ: Ε.Β.Ε. ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Η κλιματική κρίση απομακρύνει τις προσδοκίες για αποκλιμάκωση των ανατιμήσεων στα τρόφιμα και άλλα βασικά αγαθά εντός του 2023 που πλέον μετατίθενται χρονικά για το 2024. Σύμφωνα μάλιστα με τους οικονομολόγους, η κλιματική αλλαγή, είναι πάνω από όλα στασιμοπληθωριστική. Οι ξηρασίες, τα κύματα καύσωνα, οι τυφώνες και άλλες καταστροφές διαταράσσουν όλο και περισσότερο την οικονομική δραστηριότητα και απειλούν τις γεωργικές σοδειές με αποτέλεσμα να αυξάνουν αναπόφευκτα τις τιμές των τροφίμων. Ο «μεγάλος στασιμοπληθωρισμός» δημιουργείται μετά από μεγάλες περιόδους αποπληθωρισμού και θεωρητικά χτυπά σκληρά μετοχές και ομόλογα. Στη παρούσα κατάσταση όμως, λόγω ενός μείγματος παραγόντων σε ζήτηση και προσφορά αγαθών, αντιμετωπίζουμε ένα πληθωρισμό που χτυπά κυρίως τρόφιμα και βασικά αγαθά. Η θεωρία του «μεγάλου στασιμοπληθωρισμού», περιγράφει μια οικονομική κατάσταση όπου συνδυάζονται η στασιμότητα της οικονομικής ανάπτυξης με τον υψηλό πληθωρισμό και την ανεργία. Συνήθως, ο πληθωρισμός συνδέεται με υψηλή οικονομική ανάπτυξη και χαμηλή ανεργία. Ωστόσο, στην περίπτωση του «μεγάλου στασιμοπληθωρισμού», αυτά τα φαινόμενα συμβαίνουν ταυτόχρονα, κάτι που δυσχεραίνει τις πολιτικές αντιμετώπισης της κατάστασης. Οι ακριβείς αιτίες και οι τρόποι αντιμετώπισης αυτής της οικονομικής κατάστασης είναι θέματα που συζητούνται στον οικονομικό κόσμο και εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες.

 

Παρά το γεγονός ότι ο εναρμονισμένος πληθωρισμός σύμφωνα με τα στοιχεία του Ιουλίου της Eurostat κυμαίνεται στο 3,4% στην Ελλάδα έναντι 5,3% στην ΕΕ, ο πληθωρισμός στα είδη διατροφής κατέγραψε ετήσια άνοδο 10,9% κινούμενος στα ίδια επίπεδα με την ευρωζώνη. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ σε σύνολο 60 κατηγοριών τροφίμων και ποτών οι τιμές, μέσα σε ένα εξάμηνο, αυξήθηκαν σε 52 κατηγορίες, ενώ μόνο σε 8 κατηγορίες καταγράφηκαν μειωμένες τιμές της τάξης 2-4%. Αντίστοιχα οι ανατιμήσεις των τροφίμων το καλοκαίρι του 2023 κυμάνθηκαν από 5 έως 17% και με αύξηση ρεκόρ 41% στα φρούτα. Ενώ όμως όλοι ευελπιστούμε ότι οι παγκόσμιες τιμές των τροφίμων αργά ή γρήγορα θα μειωθούν, η Oxford Economics τονίζει πως θα παραμείνουν 25% υψηλότερες από ό,τι κατά τη δεκαετία πριν από την πανδημία. Ο στασιμοπληθωρισμός στα τρόφιμα είναι πιθανός κίνδυνος, όταν επιμένει μια κατάσταση όπου οι τιμές των τροφίμων αυξάνονται σε συνδυασμό με τη στασιμότητα της οικονομίας, κάτι που ευτυχώς δεν συμβαίνει με την ελληνική οικονομία. Αυτό μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις στους καταναλωτές και την ευρωπαϊκή οικονομία εν γένει. Οι αιτίες που μπορούν να οδηγήσουν τις τιμές των τροφίμων σε σταθερά υψηλά επίπεδα είναι πολλαπλές, όπως η επιρροή των κλιματικών συνθηκών στη γεωργία, οι αυξημένες τιμές εισαγωγών και η αύξηση της ζήτησης για τρόφιμα σε παγκόσμιο επίπεδο. Για να αντιμετωπιστεί αυτό το φαινόμενο, συνήθως απαιτούνται κατάλληλες κεντρικές πολιτικές που να περιορίζουν τις τιμές, να υποστηρίζουν με ενισχύσεις τους αγρότες και να προωθούν την αύξηση της παραγωγής τροφίμων.

 

Η ΕΕ έχει ήδη προειδοποιήσει για μια πιθανή επισιτιστική κρίση και τον κίνδυνο ελλείψεων βασικών ειδών διατροφής λόγω σημαντικής πτώσης της αγροτικής παραγωγής. Η σοδειά του ευρωπαϊκού Νότου έχει περιοριστεί φέτος στο χαμηλότερο επίπεδο της τελευταίας τετραετίας, εξαιτίας των φαινομένων υψηλών θερμοκρασιών και ξηρασίας. Η αγροτική παραγωγή στην Ισπανία, Ιταλία, Πορτογαλία και Ελλάδα, έχει σημαντική πτώση που εντοπίζεται κυρίως στα φρούτα, ελαιόλαδο και λαχανικά. Τα ακραία καιρικά φαινόμενα στην Ευρώπη, όπως καύσωνες, πλημμύρες, καταιγίδες και χαλαζοπτώσεις, ως αποτέλεσμα της κλιματικής κρίσης, υποθηκεύουν το άμεσο μέλλον, καθώς οδηγούν σε μείωση των προβλέψεων απόδοσης και ποιότητας για διάφορα βασικά γεωργικά προϊόντα. Ανατιμήσεις των τροφίμων πυροδοτεί και το νέο ράλι στις τιμές των σιτηρών με τις αυξήσεις να ξεπερνούν το 13% αμέσως μετά το πάγωμα από την Ρωσία της συμφωνίας για εξαγωγές Ουκρανικών σιτηρών από τη Μαύρη Θάλασσα. Παράλληλα με τις γεωπολιτικές αλλαγές, η εξάρτηση των εισαγωγών και η έλλειψη εργατών γης, εντείνουν τους φόβους, τροφοδοτώντας έτσι τον πληθωρισμό των τροφίμων υπό την μορφή ενός «πληθωρισμό φόβου». Οι μεταβολές στις σοδειές της αγροτικής παραγωγής, αλλά και η ανασφάλεια της Μαύρης Θάλασσας, έχουν δημιουργήσει νέους διαύλους εφοδιασμού τροφίμων στην Ευρώπη, στους οποίους προσπαθεί να έχει μεγαλύτερη συμμετοχή και η Ελλάδα. Τον τελευταίο χρόνο μάλιστα η αύξηση 15% των εξαγωγικών παραγγελιών τροφίμων από την Ελλάδα ήταν εντυπωσιακή, επιτυγχάνοντας άνοδο 5% του μεριδίου μας στις ευρωπαϊκές αγορές.

 

Η ελληνική κυβέρνηση αναγνωρίζοντας ότι ο «πολυμορφικός» πληθωρισμός, ζήτησης, κόστους, απληστίας και φόβου, εξαντλεί τις αντοχές των πιο ευάλωτων νοικοκυριών, εντείνει τις προσπάθειες αναχαίτισης της ακρίβειας στα τρόφιμα και άλλα βασικά αγαθά, χρησιμοποιώντας τα αμυντικά εργαλεία των ελέγχων, του «καλαθιού του νοικοκυριού», του «market pass», καθώς και της επιβολής πλαφόν στο περιθώριο μεικτού κέρδους των επιχειρήσεων. Σωστά διατηρεί και επεκτείνει το «Market pass» που καλύπτει σχεδόν το 10% των καθημερινών αγορών ενισχύοντας 2.800.000 οικογένειες με 22 μέχρι και 100 ευρώ, κάθε μήνα. Ένα αφορολόγητο και ακατάσχετο βοήθημα, που δεν πρόκειται βεβαίως για τη λύση του προβλήματος, αλλά για μία προσπάθεια ανακούφισης, που λειτουργεί ως αντίμετρο των απωλειών από την άνοδο των τιμών στα τρόφιμα. Τη σημασία του market pass αντιλαμβάνεται κανείς, από το γεγονός πως πλέον το υιοθετούν, όλο και περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη. Σε εθνικό επίπεδο αυτό που δύσκολα μπορεί να περιορισθεί είναι η πρακτική των πολυεθνικών εταιρειών που πουλάνε τα προϊόντα τους ακριβότερα στην Ελλάδα, καθώς εξαιρούνται από την επιβολή πλαφόν στο μεικτό περιθώριο κέρδους τους, με αποτέλεσμα τα ίδια προϊόντα να πωλούνται πιο ακριβά στην Ελλάδα, συγκριτικά με άλλες χώρες στην Ευρώπη. Οι άμυνες μας κατά τις ακρίβειας των τροφίμων δεν πρέπει λοιπόν να επικεντρωθούν μόνο στα εισαγόμενα προϊόντα που ναι μεν διατηρούν τον εισαγόμενο πληθωρισμό, αλλά δύσκολα ελέγχονται και περιορίζονται. Πρέπει πρώτα να γίνουν παρεμβάσεις στήριξης και ενίσχυσης των αγροτών σε εκείνα τα προϊόντα που έχουμε εγχώρια παραγωγή και επάρκεια. Κάτι τέτοιο είναι εφικτό όπως προκύπτει από τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή σε τουλάχιστον 25 από τις 60 βασικές κατηγορίες διατροφής. Επίσης πρέπει να εξετάσουμε γιατί η Ελλάδα εμφανίζει μεγαλύτερο ποσοστό ανατιμήσεων σε σχέση με τον μέσο όρο της ευρωζώνης σε τουλάχιστον 10 βασικά προϊόντα.

 

Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Επιτροπής θα πρέπει να διερευνηθεί η διατροφική εισαγωγική εξάρτηση, η τιμολογιακή πολιτική μεταξύ εταιριών, καθώς και οι συμφωνίες συγκέντρωσης βασικών αγαθών από μεγάλες εταιρείες της ΕΕ. Σύμφωνα με το ΔΝΤ η συμμετοχή των εταιρικών κερδών επηρεάζει κατά 45% τον ΔΤΚ στα τρόφιμα και  κατά 40% η επιβάρυνση των εισαγωγών. Η προτίμηση των ευρωπαίων καταναλωτών σε φθηνότερα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας και η μείωση της ψαλίδας από τα επώνυμα είναι μια ηχηρή προειδοποίηση. Θα πρέπει λοιπόν σε κεντρικό ευρωπαικό επίπεδο να βρεθεί λύση, πριν η αποκλιμάκωση των τιμών στο ράφι, δεν προκύψει από την μείωση του κόστους της παραγωγής και εφοδιασμού, αλλά από την «εξ ανάγκης» μείωση της κατανάλωσης. Μια τέτοια αρνητική εξέλιξη θα είναι επιζήμια για όλους, αφού θα περιορίσει το μερίδιο όλων των επιχειρήσεων τροφίμων στην Ευρωπαϊκή αγορά, δημιουργώντας νέα σενάρια και θεωρίες στασιμοπληθωρισμού. Η κλιματική κρίση όμως δεν είναι θεωρία, αλλά πραγματικότητα που μπορεί να προκαλέσει στασιμοπληθωρισμό, επηρεάζοντας τόσο την προσφορά όσο και τη ζήτηση τροφίμων. Οι αλλαγές στις κλιματικές συνθήκες μπορούν να επηρεάσουν τη γεωργία λόγω ανάγκης για ακριβότερες πρακτικές αντιμετώπισης των κλιματικών κινδύνων, την παραγωγή τροφίμων, καθώς και τις προτιμήσεις των καταναλωτών σε περισσότερα οικολογικά παραγόμενα τρόφιμα. Οι λόγοι που η κλιματική κρίση σχετίζεται με τον στασιμοπληθωρισμό είναι η επιδείνωση αγροτικών συνθηκών, η αύξηση του κόστους παραγωγής και η αλλαγή στη ζήτηση τροφίμων. Οι αυξανόμενες θερμοκρασίες, ξηρασία, ή πλημμύρες μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά τη γεωργία και τις εκτάσεις καλλιέργειας, οδηγώντας σε μείωση της παραγωγής τροφίμων και σε αύξηση των τιμών. Τα κυρίως προβλήματα του στασιμοπληθωρισμού στα τρόφιμα περιλαμβάνουν πρωταρχικά την επισιτιστική ανασφάλεια. Όταν οι τιμές αυξάνονται, ορισμένοι καταναλωτές μπορεί να μην μπορούν πλέον να αγοράσουν επαρκή ποσότητα τροφίμων, οδηγώντας σε επισιτιστικό κίνδυνο. Άλλο πρόβλημα είναι και η απώλεια εισοδήματος για τους παραγωγούς. Οι αυξημένες τιμές μπορεί να είναι καλές για τους παραγωγούς σε μια πρώτη φάση, αλλά εάν η ζήτηση μειωθεί λόγω ακρίβειας, αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μείωση του εισοδήματος τους στο μέλλον.

 

Οι παγκόσμιες επιπτώσεις στο ευαίσθητο τομέα των τροφίμων αποτελούν πρωταρχικό παράγοντα και οι αλλαγές στην κατανάλωση και τις τιμές μπορούν να επηρεάσουν δραστικά την ανάπτυξη και την απασχόληση. Αντίστοιχα οι επιπτώσεις από τη μείωση της κατανάλωσης και οι αυξημένες τιμές μπορούν να επηρεάσουν επίσης την παγκόσμια αγορά τροφίμων και το διεθνές εμπόριο. Συνολικά, η κλιματική κρίση μπορεί να προκαλέσει αστάθεια στη παραγωγή και κατανάλωση τροφίμων, προκαλώντας αυξημένη τιμολόγηση και περιορισμούς στη διαθεσιμότητα. Αυτό έχει δυνητικά αντίκτυπο στην οικονομία και στην ευημερία των ανθρώπων. Σε αυτές τις καταστάσεις, η κεντρική διαχείριση και η έγκαιρη εφαρμογή κατάλληλων ευρωπαϊκών πολιτικών μπορούν να παίξουν κρίσιμο ρόλο στην αντιμετώπιση των προβλημάτων και στη διασφάλιση της βιώσιμης πρόσβασης στα τρόφιμα. Εν πάση περιπτώσει, οι ευρωπαίοι πολιτικοί πρέπει να είναι προσεκτικοί για την αντιμετώπιση των πιθανών απειλών του στασιμοπληθωρισμού στον τομέα των τροφίμων, που μπορεί να δημιουργήσει μεγάλα προβλήματα τόσο για τους καταναλωτές όσο και για τους παραγωγούς. Ανάλογα μάλιστα με την κλίμακα των αλλαγών, αυτά τα προβλήματα μπορεί να γίνουν πιο σοβαρά για την οικονομία γενικότερα και να επηρεάσουν την ευρωπαϊκή κοινωνία συνολικά. Τα ενδεδειγμένα ευρωπαϊκά αντίμετρα για την αποφυγή επισιτιστικής κρίσης θα πρέπει να έχουν πρότυπο ενέργειες αντίστοιχες με αυτές που εφαρμόστηκαν για την αντιμετώπιση της πρόσφατης ενεργειακής κρίσης, αλλά αυτή τη φορά, όσο το δυνατόν, ταχύτερα και με μόνιμα μέτρα, διατροφικής απεξάρτησης της Ευρώπης.

 


Αποστολή με email Εκτυπώσιμη μορφή