Υπαρκτό παραμένει το θέμα της επιτάχυνσης των απορροφήσεων ευρωπαϊκών κονδυλίων που προορίζονται και για την στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Μεγάλη ομάδα των οποίων συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν μια σειρά από επισημασμένα προβλήματα τα οποία, ωστόσο, δεν έχουν επιλυθεί. Επί της ουσίας, η δυσκολία πρόσβασης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜμΕ) στα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας στην Ελλάδα οφείλεται σε διάφορους παράγοντες που σχετίζονται, τόσο με τη σχεδίαση και διαχείριση του προγράμματος, όσο και με τις ίδιες τις επιχειρήσεις.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι τα αυστηρά και σύνθετα κριτήρια επιλεξιμότητας λειτουργούν ως ένα πρώτο ανάχωμα, δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις για την υποβολή αιτήσεων και την έγκριση χρηματοδότησης είναι συχνά πολύπλοκες και απαιτούν σημαντική προετοιμασία, όπως επιχειρηματικά σχέδια, προβλέψεις, τεχνικές εκθέσεις, οικονομικά στοιχεία κ.λπ.
Γεγονός είναι, ότι οι μικρές επιχειρήσεις, που συχνά δεν διαθέτουν τους απαραίτητους πόρους ή τεχνογνωσία, για τη διαχείριση τέτοιων διαδικασιών, αντιμετωπίζουν μεγαλύτερες δυσκολίες.
Καθίσταται προφανές, ότι η έλλειψη αυτή, σε συνάρτηση με το γεγονός, ότι πολλές μικρές επιχειρήσεις δεν είναι καλά ενημερωμένες για τις διαθέσιμες δυνατότητες του ΤΑΑ, τα απαιτούμενα έγγραφα, ή τις προθεσμίες, αλλά και η απουσία συχνά οργανωμένης και αποτελεσματικής υποστήριξης για την καθοδήγησή τους, (π.χ. δωρεάν συμβουλευτικές υπηρεσίες), δημιουργεί ένα μείζονος σημασίας θέμα που, σε τελική ανάλυση χρήζει επίλυσης προς την κατεύθυνση αφ’ ενός της απλοποίησης, με την δημιουργία απλών και προσαρμοσμένων προγραμμάτων, για ΜΜΕ με λιγότερη γραφειοκρατία και αφετέρου την παροχή δωρεάν συμβουλευτικών υπηρεσιών (π.χ. μέσω Επιμελητηρίων), για προετοιμασία αιτήσεων και φακέλων, αλλά και τη διοργάνωση σεμιναρίων/ημερίδων για ενημέρωση των ΜΜΕ, σχετικά με τις δυνατότητες του ΤΑΑ.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι η διαχείριση των προγραμμάτων απαιτεί πολύπλοκες διαδικασίες έγκρισης και παρακολούθησης, που συχνά επιβραδύνουν τη ροή των χρημάτων προς τις επιχειρήσεις, ενώ η πολυπλοκότητα των διαδικασιών αυτών καθιστά δύσκολη την ταχεία και αποτελεσματική απορρόφηση κονδυλίων. Τούτου δοθέντος, ενίοτε, τα χρονοδιαγράμματα τείνουν να γίνουν οριακά γεγονός που προδικάζει ως λύση το ενδεχόμενο παράτασης τους μέσα σε λελογισμένα όρια.
Επιπροσθέτως, πολύς λόγος έχει γίνει και για το σύνολο των θεμάτων που σχετίζονται με την πρόσβαση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στο τραπεζικό σύστημα. Δεδομένου ότι, το μεγαλύτερο μέρος των κονδυλίων του ΤΑΑ διοχετεύεται μέσω τραπεζών, οι οποίες εξετάζουν επιπλέον κριτήρια (π.χ. φερεγγυότητα, ικανότητα αποπληρωμής δανείων), πριν εγκρίνουν την χρηματοδότηση, εμφανίζεται πρόβλημα για εκείνες που έχουν περιορισμένη πρόσβαση σε τραπεζική χρηματοδότηση ή παρουσιάζουν χαμηλή πιστοληπτική ικανότητα, με αποτέλεσμα συχνά να αποκλείονται.
Σε αυτό το πλαίσιο η γραφειοκρατία και οι απαιτήσεις για την υποβολή αιτήσεων είναι συχνά αποτρεπτικές για μικρές επιχειρήσεις με περιορισμένους πόρους και τεχνογνωσία, εν αντιθέσει με τις μεγάλες επιχειρήσεις που απορροφούν σημαντικό μερίδιο των κονδυλίων, λόγω μεγαλύτερης οργανωτικής δομής, εμπειρίας και πρόσβασης σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Να σημειωθεί ότι, στο πλαίσιο των προσπαθειών επίλυσης μιας σειρά προβλημάτων, μεταξύ των άλλων,έχει προταθεί η ανάπτυξη συνεργατικών σχημάτων (clusters,) ώστε μικρές επιχειρήσεις να ενωθούν για μεγαλύτερη δυναμική.
Καθίσταται προφανές, ότι για την βελτίωση συνολικά της όλης εικόνας, η δημιουργία εξειδικευμένων προγραμμάτων, για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις με πιο απλές διαδικασίες, οι απευθείας επιχορηγήσεις, αντί για δανειακά προϊόντα, για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις, καθώς και η ενίσχυση της ενημέρωσης και της συμβουλευτικής υποστήριξης, μέσω των Επιμελητηρίων και άλλων φορέων, αποτελεί το βασικό τρίπτυχο δράσεων, που θα συμβάλουν στην αναδιαμόρφωση του κλίματος, μέσα στο οποίο κινούνται οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Αξίζει να δούμε την συνολική εικόνα, όπως την «αποκαλύπτει η αλήθεια των αριθμών». Μέχρι τις αρχές Μαΐου 2025, η Ελλάδα έχει απορροφήσει 21,3 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ), που αντιστοιχεί σε ποσοστό 59% του συνολικού προϋπολογισμού του εθνικού σχεδίου «Ελλάδα 2.0». Αυτό κατατάσσει τη χώρα στην 6η θέση, μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε., όσον αφορά την απορρόφηση κονδυλίων. Σύμφωνα με τον διοικητή της Ειδικής Υπηρεσίας Συντονισμού του Ταμείου, έχουν επιτευχθεί 139 ορόσημα και στόχοι, ενώ έχουν εγκριθεί πάνω από 800 έργα συνολικής αξίας 24,9 δισ. ευρώ . Οι πληρωμές από το σκέλος των επιχορηγήσεων ανέρχονται σε σχεδόν 10 δισ. ευρώ. Ο στόχος για το 2025 είναι η εκταμίευση επιπλέον 4,9 δισ. ευρώ, με την κυβέρνηση να αναμένει επιτάχυνση των δαπανών μέσω 35 συμβάσεων δανεισμού για έργα ύψους 35 δισ. ευρώ.
Από αυτά, οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ) έχουν λάβει περίπου 2 δισ. ευρώ μέσω 166 δανειακών συμβάσεων, αριθμός που αντιπροσωπεύει περίπου το 12% των συνολικών δανείων που έχουν χορηγηθεί από το ΤΑΑ. Επιπλέον, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων (EIF) έχει υπογράψει συμφωνίες εγγυήσεων με τις τέσσερις μεγαλύτερες ελληνικές τράπεζες, με στόχο την κινητοποίηση έως και 4,5 δισ. ευρώ σε χρηματοδότηση για τις ΜΜΕ, υποστηριζόμενη από πόρους του ΤΑΑ και του προγράμματος InvestEU. Ωστόσο, παρατηρείται ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις έχουν απορροφήσει το μεγαλύτερο μέρος των κονδυλίων, εκμεταλλευόμενες τα χαμηλότοκα δάνεια του ΤΑΑ, ενώ οι μικρότερες επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν δυσκολίες πρόσβασης λόγω αυστηρών τραπεζικών κριτηρίων και γραφειοκρατικών εμποδίων.
Οφείλουμε να ξαναδούμε το πλαίσιο, για την αξιοποίηση χρηματοδοτικών εργαλείων, απ’ όπου και αν αυτά προέρχονται, μέσα από τη σχηματοποίηση μία ευέλικτης πολιτικής, που να εστιάζει στην κυριολεξία στις μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες και το έχουν ανάγκη, αναγνωρίζοντας, όχι φιλοσοφικά, αλλά επί πραγματικού, ότι αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας, άρα και τους αξίζει η προσοχή, γιατί κανείς δεν θέλει, ιδιαίτερα τώρα, να «δει καθηλωμένη την οικονομική ανάπτυξη από βλάβη στους σπονδύλους αυτής της ραχοκοκαλιάς».
|