Η υλοποίηση των διαρθρωτικών παρεμβάσεων μετά την αδικαιολόγητη επιβράδυνση που παρατηρήθηκε το 2024, απαιτεί ελεγχόμενη επιτάχυνση, ώστε αφενός να επιτευχθούν οι στόχοι και αφετέρου να αποφευχθούν «στραβοτιμονιές» που θα θέσουν σε κίνδυνο την αναπτυξιακή πορεία της ελληνικής οικονομίας. Το μέχρι πρότινος «μαύρο πρόβατο» για την ΕΕ μπορεί να έδωσε την θέση του σε κολακευτικά σχόλα για την ανόρθωση και ανάταξη της οικονομίας με επιστέγασμα τις ανακοινώσεις επιδοκιμασίας των διεθνών οίκων, αλλά η επιτυχία θα έχει ισχύ στην οικονομική σκηνή, όταν οι προσπάθειες που καταβλήθηκαν από τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις περάσουν σε μια εποχή ανταπόδοσης και επιβράβευσης. Το γεγονός πως το 40% των κρατικών εσόδων στη χώρα μας θα συνεχίσει και το 2025 να προέρχεται από έμμεσους φόρους, ενώ, σύμφωνα με τον Ο.Ο.Σ.Α., ο μέσος όρος κυμαίνεται στο 31%, σημαίνει πως απαιτείται πολύς δρόμος ακόμα.
Η αναπτυξιακή πορεία της οικονομίας αποτελεί ίσως την βασική, αλλά άκρως «περιληπτική» αναφορά στο συμπέρασμα που εξάγεται από την αναδρομή των οικονομικών γεγονότων του έτους που απέρχεται και μάλιστα σε ένα ιδιαίτερα ρευστό οικονομικό περιβάλλον εντός και εκτός ΕΕ. Αλλά εδώ τίθεται ένα πολύ σοβαρό ερώτημα. Αυτό το θετικό συμπέρασμα αρκεί για να επαναπαυθούμε σε αυτό; Σίγουρα όχι, είναι η εύλογη απάντηση δεδομένου ότι «το γαρ κρατείσαι τ’ αγαθά χαλεπότερων του κτήσασθαι». Εδώ λοιπόν βασιζόμενοι στο γενικό συμπέρασμα για την οικονομία του απερχόμενου έτους οφείλουμε να δούμε τα στοιχεία εκείνα που θα συνεχίζουν να προσδίδουν στην οικονομία της χώρας δυναμική και συνάμα να την ισχυροποιούν ακόμη περισσότερο. Να συνεχίσουμε αυτή την πορεία, ώστε να μειώσουμε ακόμα περισσότερους άμεσους και έμμεσους φόρους, αλλά και να αυξήσουμε ακόμα περισσότερο τα εισοδήματα των πολιτών το 2025 μέσα από ένα δημοσιονομικό πλαίσιο με κοινωνικό πρόσημο.
Η ελληνική οικονομία προβλέπεται να αναπτυχθεί με υψηλότερο ρυθμό σε σχέση με την ευρωζώνη και το 2025, σύμφωνα με έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας. Η σχηματοποίηση λοιπόν μιας πολιτικής για τη διασφάλιση, πρωτίστως, της βιωσιμότητας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητάς τους είναι το «επόμενο βήμα», που θα πρέπει να κάνει το οικονομικό επιτελείο με τις τράπεζες, μιας και η ψήφιση του προϋπολογισμού του 2025, άφησε τις επιχειρήσεις εκτός μηδενικών χρεώσεων των τραπεζικών υπηρεσιών. Οι αυξήσεις στους μισθούς για όλους, μέσα από την ανάπτυξη και την ισχυροποίηση της ανταγωνιστικότητας όλων των κλάδων που συνθέτουν την οικονομία, έχει μία σημαντική προϋπόθεση: την ύπαρξη υγειών επιχειρήσεων που θέλουν και μπορούν να πραγματώσουν τα εξαγγελθέντα προς όφελος των θετικών, σε κοινωνία και οικονομία.
Επενδύσεις στον τομέα της πράσινης μετάβασης, της ψηφιοποίησης και της αναβάθμισης υποδομών αποτελούν βασικά στοιχεία του προγράμματος των διαρθρωτικών παρεμβάσεων, με σημαντική υποστήριξη από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Η πιο δύσκολη αλλαγή, όπως σημειώνει το ΔΝΤ, είναι η προώθηση μεταρρυθμίσεων που θα ενισχύουν την ανάπτυξη. «Πολλά περισσότερα πρέπει να γίνουν για να βελτιωθούν οι προοπτικές ανάπτυξης και να αυξηθεί η παραγωγικότητα». Και εδώ είναι το μεγάλο διακύβευμα. Είναι αναγκαία μια ελεγχόμενη επιτάχυνση στην υλοποίηση των διαρθρωτικών παρεμβάσεων ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι και να αποφευχθούν καθυστερήσεις που θα θέσουν σε κίνδυνο την αναπτυξιακή πορεία. Άλλωστε θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι πέραν των καλών φίλων καραδοκούν και οι «άσπονδοι φίλοι» μας.
Είδαμε τα θετικά από την αναζωογόνηση της ναυπηγικής μας βιομηχανίας. Είδαμε τα θετικά από την ψηφιοποίηση με το mygov και το maydata. Είδαμε και τα θετικά καθώς στον ψηφιακό μετασχηματισμό τους προχώρησαν περισσότερες από 46 χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες επωφελήθηκαν από το «Πρόγραμμα Ι Ψηφιακά Εργαλεία ΜμΕ» και το «Πρόγραμμα ΙΙ: Ανάπτυξη Ψηφιακών Προϊόντων και Υπηρεσιών». Ειδικότερα, ο πρώτος κύκλος του προγράμματος «Ψηφιακά Εργαλεία Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων (ΜμΕ)» προϋπολογισμού 135 εκ. ευρώ στόχευσε στην ενίσχυση της ψηφιακής ωριμότητας μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι οποίες δραστηριοποιούνται σε ένα ευρύ φάσμα κλάδων της οικονομίας. Και αυτή η ψηφιοποίηση πρέπει να συνεχίσει εκ μέρους του κράτους με πλατφόρμες που θα καθιερωθούν γρήγορα, αλλά όχι πρόχειρα.
Καταγράψαμε το 2024 και θα αξιολογήσουμε στο μέλλον τα αποτελέσματα των μοχλεύσεων μέσα από «μικρο» παρεμβάσεις που οδήγησαν στην δημιουργία ενός ακόμη τραπεζικού πόλου υπό την εποπτεία της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας. Ακούσαμε για την άρση των περιορισμών στη λειτουργία εταιρειών παροχής πιστώσεων. Ωστόσο το πώς θα επηρεάσουν τις επιχειρηματικές δραστηριότητες και, ειδικά, τα επιχειρηματικά δάνεια σε μικρομεσαίους με την άρση των περιορισμών στη λειτουργία εταιρειών παροχής πιστώσεων και πόσο θα πιέσει τις τράπεζες να είναι πιο ανταγωνιστικές στα επιτόκια, μένει να το εξακριβώσουμε. Είναι προφανές πως η προσφορά πιο ευνοϊκών όρων, με χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού και τραπεζικές προμήθειες, σημαίνει περισσότερες επενδύσεις, μεγαλύτερη απασχόληση και υψηλότερους μισθούς.
Τα συμπεράσματα για την οικονομία όπως έτρεξε το 2024 πρέπει να αποτελέσουν την εδραία βάση για την σχηματοποίηση μιας πιο δυναμική πολιτικής. Μια πολιτικής που θα επικεντρώνει στην ανάπτυξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς τους εντός και εκτός Ευρώπης. Ας ελπίσουμε πως η αυστηρή δημοσιονομική υλοποίηση του προϋπολογισμού του 2025 θα σταθεροποιήσει την ανοδική πορεία για την ελληνική οικονομία, ώστε να σηματοδοτήσει την αύξηση των δημοσίων εσόδων από την μεγέθυνση του ΑΕΠ, τον περιορισμό της φοροδιαφυγής, την αναμόρφωση των συντελεστών ΦΠΑ σε χαμηλότερα επίπεδα και, κυρίως, να φέρει νωρίτερα την υποσχόμενη μείωση άμεσων φόρων, σε φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις. Λίγο πριν το κατώφλι του νέου έτους αυτό που μπορούμε να πούμε με σιγουριά είναι πως το 2024 κάθε άλλο παρά «εύκολη» χρονιά ήταν και πως κλείνει με εκκρεμότητες και αβεβαιότητες στην γειτονιά μας.
|