Η ενεργειακή κρίση «ήρθε για να μείνει». Και θα μείνει, μέχρις ότου οι γεωπολιτικές αναταραχές θα πάψουν να υφίστανται, κατά τρόπο τέτοιο, που θα διασφαλίζει τις ομαλές ροές των πετρελαιοειδών και του φυσικού αερίου. Και επειδή το «επί γης ειρήνη…» δεν διαγράφεται στον κοντινό ορίζοντα, είναι η ώρα για επενδύσεις προς την κατεύθυνση της ενεργειακής απεξάρτησης, τουλάχιστον, σε ένα μεγάλο βαθμό από τα ορυκτά καύσιμα.
Είναι προφανές ότι η ενεργειακή κρίση, που ταλανίζει τις χώρες μέλη της Ε.Ε. απαιτεί ευρωπαϊκή απάντηση, θέση, που άλλωστε διατύπωσε και η ελληνική κυβέρνηση. Και είναι, ίσως τώρα, η ευκαιρία τα αρμόδια όργανα της ΕΕ, μετά την ανασύνθεσή τους από τις ευρωεκλογές, να εστιάσουν στην ανάπτυξη μιας κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής, ενός κοινού ευρωπαϊκού σχεδιασμού, που να απαλείφει τις δυσλειτουργίες, που έχουν παρατηρηθεί, με τις «τιμές ασανσέρ» σε φυσικό αέριο και πετρελαιοειδή.
Πρέπει, επί τέλους, να γίνει κατανοητό, ότι το ενεργειακό έχει σοβαρή επίπτωση στο λιανικό και χονδρικό εμπόριο της ΕΕ-27, που με βάση τα στοιχεία, περιλαμβάνει περίπου 5 εκατ. εταιρίες και είναι ο μεγαλύτερος εργοδότης του ιδιωτικού τομέα της Ευρώπης, παρέχοντας 26 εκατ. θέσεις εργασίας απευθείας και πολλά εκατομμύρια, ακόμη, στις αλυσίδες εφοδιασμού του. Και αυτές οι αλυσίδες πλήττονται από το ενεργειακό, αλλά όπως και οι επιχειρήσεις, δεν μπορούν να σταματήσουν τις λειτουργίες τους, αναμένοντας πότε θα σταθεροποιηθούν οι τιμές.
Οι φορείς του εμπορίου έχουν επισημάνει την αναγκαιότητα για άμεση λήψη μέτρων, όπως οι τιμές τροφοδοσίας δικτύου, που μπορούν να επιτρέψουν βιώσιμες επενδύσεις, για να μεγιστοποιηθεί η ικανότητά να παραχθεί εναλλακτική ενέργεια και να μοιράζεται ή να αποθηκεύεται, όπου αυτό υπερβαίνει τις ανάγκες ιδίας χρήσης. Αν κοιτάξουμε γύρω μας, δεν έχουμε την πολυτέλεια για αφορισμούς και ατέρμονες συζητήσεις, για το τι δέον γενέσθαι.
Η «πράσινη μετάβαση», όπως έχει βαπτισθεί η προσπάθεια να «σωθεί» από τους αέριους ρύπους ο πλανήτης, με την σταδιακή απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα και οι επενδύσεις στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), πρέπει να καταλάβουμε, ότι έχει ένα σημαντικό κόστος. Και εδώ σε αυτό το σημείο, η ΕΕ θα πρέπει να εστιάσει, ώστε η επιχειρούμενη «μετάβαση» να μην «γυρίσει μπούμερανγκ» στην ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών προϊόντων και υπηρεσιών. Απαιτείται ρεαλισμός και ψύχραιμη λογική, γιατί στο ενδεχόμενο να συνεχίσουμε τα πράγματα ως έχουν, τότε θα διατρέξουμε τον κίνδυνο, η «βιωσιμότητα» να αποτελεί στο εγγύς μέλλον μία έννοια «εγκυκλοπαιδικού χαρακτήρα», στην οποία θα ανατρέχουν οι επιβιώσαντες της κρίσης, που όπως προανέφερα, είναι εδώ για να μείνει…
Οι τομείς του χονδρικού και λιανικού εμπορίου, έχω επισημάνει κατ’ επανάληψη, ότι μπορούν να αποτελέσουν μέρος της λύσης και έχουν την ικανότητα να βοηθήσουν στην επιτάχυνση της ενεργειακής μετάβασης. Άλλωστε, μια πολύ, κατά προσέγγιση, εκτίμηση της McKinsey υποδηλώνει, ότι μόνο η εγκατάσταση ηλιακών συλλεκτών θα μπορούσε να παρέχει περίπου 45-55 TW/h επιπλέον ετησίως, έως το 2030. Βήματα έχουν γίνει και στην ελληνική πραγματικότητα αλλά τώρα χρειάζεται να τρέξουμε. Το λιανικό και χονδρικό εμπόριο είναι σημαντικός χρήστης ενέργειας. Στις χώρες μέλη το σύνολο της λιανικής και χονδρικής θα μπορούσε να αντιπροσωπεύει, κατά προσέγγιση έως και 220-240 TW/h χρήσης ηλεκτρικής ενέργειας ετησίως, σε συμφωνία με τα οικοσυστήματα που συνήθως θεωρούνται ενεργοβόρα.
Η ΕΕ, παράλληλα, οφείλει, επίσης, να «προσέξει» τις πολιτικές εκείνες, που σχετίζονται με τη ναυτιλία και ενδεχομένως, να επανεξετάσει ορισμένες από αυτές . Γιατί η ευρωπαϊκή ναυτιλία είναι το παν για το ευρωπαϊκό εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο και όπως γίνεται εύκολα κατανοητό το κόστος των νέων καυσίμων, αυτών που θεωρούνται φιλικότερα στο περιβάλλον, είναι ακριβότερα και άρα, ικανά να επηρεάσουν το κόστος της μεταφοράς προϊόντων και πρώτων υλών. Και δεν είναι μόνο αυτό. Από την 1η Μαΐου του 2025, όλη η Μεσόγειος γίνεται SECA (Περιοχή Ελέγχου Εκπομπών Θείου), που σημαίνει ότι θα πρέπει να είναι απαλλαγμένη από το θείο. Το καλοκαίρι καταγράφηκε προβληματισμός για το κόστος των ακτοπλοϊκών εισιτηρίων και τον οικογενειακό προϋπολογισμό. Αλλά δεν καταγράφηκε προβληματισμός για τις επιπτώσεις στον τουρισμό, ούτε και για το κόστος των προϊόντων, που είναι απαραίτητα για την καθημερινότητα, για την καθημερινή διαβίωση, τα οποία μεταφέρονται ακτοπλοϊκώς από την ηπειρωτική χώρα. Η σταδιακή επέκταση του Ευρωπαϊκού Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (EU ETS,) στις ναυτιλιακές μεταφορές, έως το 2026, ήδη έχει κάνει τις ναυτιλιακές εταιρίες τακτικών γραμμών, να επανεξετάζουν τις τιμολογιακές τους πολιτικές, αλλά και να επαναπροσδιορίζουν τις προσεγγίσεις τους, σε ευρωπαϊκά λιμάνια, εξετάζοντας τις εναλλακτικές των μεταφορτώσεων, σε λιμάνια εκτός ΕΕ, ώστε να μειώσουν τα κόστη.
Η «πράσινη μετάβαση» κοστίζει, αλλά δεν πρέπει να κοστίσει την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων της ΕΕ. Η κρίση, λοιπόν, είναι εδώ, ενώπιόν μας, και τώρα είναι ώρα αποφάσεων…
|