Κύριε Πρόεδρε,
Αγαπητές και αγαπητοί συνάδελφοι,
Η αναζήτηση του κατάλληλου οικονομικού μείγματος για καλύτερα αποτελέσματα και ταχύτερη ευρωπαϊκή σύγκλιση παραμένει σε εκκρεμότητα. Το βέβαιο είναι πως, από την αναζήτηση μέχρι τη σύγκλιση, απαιτείται να στηριχτούν οι ελληνικές επιχειρήσεις και να ενισχυθούν, ώστε να γίνουν ισχυρές, ανταγωνιστικές, βιώσιμες, καινοτόμες και επιδέξιες. Το θετικό είναι, πως πολιτεία και επιχειρηματικότητα έχουν δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για μια πιο ανταγωνιστική και ανθεκτική ελληνική οικονομία, που πλέον μπορεί την επόμενη τριετία να συγκλίνει δημοσιονομικά με τις οικονομίες των χωρών της Ευρωζώνης.
Σύμφωνα με την ΤτΕ, η τουριστική κίνηση το διάστημα του πρώτου εξαμήνου του 2024 αυξήθηκε κατά 15,5%, ενώ οι ταξιδιωτικές εισπράξεις εμφάνισαν χαμηλότερη αύξηση κατά 12,2%, καθώς η μέση δαπάνη ανά ταξίδι μειώθηκε 3,1% σε σύγκριση πάντα με την αντίστοιχη περίοδο του 2023. Συγκεκριμένα, ήρθαν περισσότεροι και ξόδεψαν λιγότερα, με τη μέση δαπάνη ξένων τουριστών από τα 608 ευρώ να μειώνεται φέτος στα 571 ευρώ. Παράλληλα, η γκρίνια για τα φαινόμενα υπερτουρισμού αυξάνεται, την ίδια ώρα που αυξάνεται και ο προβληματισμός από τα στοιχεία για την πορεία του εμπορικού ελλείμματος, τα οποία δείχνουν περαιτέρω αύξηση. Στην κυβέρνηση έχει ξεκινήσει η συζήτηση για τον έλεγχο του υπερτουρισμού, αλλά στις παραγωγικές τάξεις η συζήτηση και φέτος περιστρέφεται, στο αν και κατά πόσον η τουριστική κίνηση συμβάλλει καθοριστικά στο τζίρο των επιχειρήσεων, που περιστρέφονται γύρω από τις τουριστικές δραστηριότητες και όχι μόνο.
Αισιόδοξες είναι οι εξελίξεις στην εκτέλεση του φετινού προϋπολογισμού, λόγω της αύξησης των εσόδων και του πρωτογενούς πλεονάσματος, πέραν των στόχων που έχουν τεθεί και αναμένεται να διευκολύνουν τη διαμόρφωση του νέου προϋπολογισμού. Σύμφωνα με τα στοιχεία εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού η υπεραπόδοση των φορολογικών εσόδων κατά 6,3% με επιπλέον 2,2 δις ευρώ στο επτάμηνο Ιανουαρίου - Ιουλίου 2024, φτάνοντας τα 36,9 δις ευρώ, καθώς και η υπέρβαση του πρωτογενούς πλεονάσματος στο ύψος των 5,7 δις ευρώ, έναντι στόχου 1,7 δις ευρώ, τροποποιούν θετικά το αποτέλεσμα της ταμειακής βάσης. Η υπερεκτέλεση του προϋπολογισμού προέρχεται από την καλύτερη απόδοση των συνολικών εσόδων, που ανήλθαν σε 43,1 δις ευρώ, αυξημένα κατά 2,1% έναντι του στόχου, καθώς και από τις δαπάνες του Κρατικού Προϋπολογισμού, που ανήλθαν το επτάμηνο στα 39,3 δις ευρώ και παρουσιάζονται μειωμένες κατά 2,7 δις ευρώ.
Πειραιάς, 04 Σεπτεμβρίου 2024
Παρά, όμως, τις γενικότερες βελτιώσεις, που έχουν σημειωθεί τα τελευταία χρόνια στα δημοσιονομικά μεγέθη της χώρας μας, το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών παραμένει πολύ υψηλό και εξακολουθεί να είναι μια μεγάλη πρόκληση. Τα στοιχεία έδειξαν ότι το πρώτο εξάμηνο του 2024, με τη μείωση των εξαγωγών, το έλλειμμα αυξήθηκε σε 6,5% του ΑΕΠ, φτάνοντας τα 8,82 δις ευρώ. Η διατήρηση του ελλείμματος στο λογαριασμό τρεχουσών συναλλαγών, σε υψηλά επίπεδα, προβληματίζει σοβαρά και πρέπει να αντιμετωπιστεί με νέες μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις, που θα ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Με βάση την ανάλυση, το έλλειμμα στο ισοζύγιο αγαθών κινήθηκε στο 15,3% του ΑΕΠ, ενώ, εξαιρουμένων των καυσίμων και πλοίων, το έλλειμμα ήταν 12,2% και το πλεόνασμα των υπηρεσιών ανήλθε στο 10% του ΑΕΠ. Όσον αφορά τις άμεσες ξένες επενδύσεις σύμφωνα με την ΤτΕ, το επενδυτικό κενό διατηρείται και παρά τις πολλές αγορές ακινήτων, η καθαρή επενδυτική θέση της Ελλάδας είναι ελλειμματική.
Στο μέτωπο της ακρίβειας και στον γενικό δείκτη τιμών, συνολικά, κατά τη διάρκεια της διεθνούς πληθωριστικής κρίσης, η Ελλάδα έχει τη μικρότερη αύξηση του κόστους ζωής, σε σύγκριση με την ΕΕ. Ο σωρευτικός πληθωρισμός στη χώρα μας, από τον Δεκέμβριο του 2021 μέχρι σήμερα, ανέρχεται στο 14%, ενώ ο μέσος όρος της ΕΕ εκτιμάται στο 16,7%. Ο εναρμονισμένος πληθωρισμός αυξήθηκε ελάχιστα, τον Αύγουστο, και διαμορφώθηκε στο 3,1%. Σύμφωνα με την Eurostat, στον επιμέρους δείκτη για τις ετήσιες μεταβολές στο κόστος τροφίμων, αλκοολούχων ποτών και καπνικών, οι ανατιμήσεις υπολογίστηκαν στο 1,8%, χαμηλότερα από τον μέσο όρο 2,4% της ευρωζώνης. Όμως, στην τρέχουσα δυναμική της εγχώριας κατανάλωσης, παρατηρείται επιβράδυνση, αφού η χώρα μας βρίσκεται στην 11η θέση, σε κατώτατο μισθό και στην 21η θέση της ΕΕ-27, στον δείκτη πραγματικής καταναλωτικής δύναμης. Το πρώτο εξάμηνο του 2024, ο συνολικός τζίρος στο λιανεμπόριο διαμορφώθηκε σε 33,8 δις ευρώ, από 32,5 δις ευρώ το 2023, καταγράφοντας αύξηση 3,87%. Εξαιρουμένων των κλάδων οχημάτων, τροφίμων και καυσίμων, διαμορφώθηκε σε 11,9 δις ευρώ έναντι 11,6 δις ευρώ το 2023, με αύξηση μόλις 3%.
Οι μικρομεσαίοι της αγοράς είμαστε κοινωνοί του εν λόγω προβληματισμού και «βάζουμε πλάτη», παρά τη κρίσιμη χρονική συγκυρία, όπου οι γεωπολιτικές εξελίξεις στη «γειτονιά μας» προκαλούν εντεινόμενη ανησυχία, για νέα ενεργειακή κρίση και διαταραχές στις εφοδιαστικές αλυσίδες. Το δυσμενές σενάριο, αύξησης των τιμών του πετρελαίου, αλλά και των ναύλων των πλοίων, ενέχει τον κίνδυνο να πυροδοτήσει νέες πληθωριστικές πιέσεις, στις τιμές βασικών αγαθών.
Σε αυτό το «σκηνικό», το αισιόδοξο είναι, ότι στο δρόμο βρίσκεται το νέο πρόγραμμα του ΕΣΠΑ για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις «Σχέδια προσαρμογής μικρομεσαίων επιχειρήσεων», με δυναμικότητα 20-50 εργαζομένων. Το πρόγραμμα, του οποίου η προκήρυξη είναι θέμα χρόνου, θα αφορά επιχειρήσεις σε όλη την Ελλάδα και θα έχει συνολικό προϋπολογισμό 30 εκατ. ευρώ. Ήδη, το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών προδημοσίευσε τα βασικά χαρακτηριστικά της δράσης, ενώ, μόλις καταλήξουν στους τελικούς όρους και στις προϋποθέσεις συμμετοχής, θα δοθεί στη δημοσιότητα και η σχετική πρόσκληση. Στόχος του προγράμματος είναι η ενίσχυση μικρομεσαίων επιχειρήσεων, για την ανάπτυξη και την εφαρμογή σχεδίων και την προσαρμογή τους στις απαιτήσεις της σύγχρονης οργανωτικής λειτουργίας και την ανάπτυξη δεξιοτήτων του προσωπικού τους, με έμφαση σε θέματα «πράσινης» διαχείρισης, ψηφιακού εκσυγχρονισμού, εξωστρέφειας και εφοδιαστικής αλυσίδας.
Ωστόσο, μεταξύ των άλλων οφείλουμε να δούμε, «από άλλη οπτική γωνία» και το θέμα της ανεργίας και ιδιαίτερα, του φαινομένου της απόκλισης ανεργίας και απασχόλησης που αυξήθηκε περισσότερο, χωρίς, όμως, να μειωθεί ανάλογα η ανεργία, δεδομένου ότι κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους οι απασχολούμενοι προήλθαν πρωτίστως, από τη «δεξαμενή» του μη ενεργού οικονομικά πληθυσμού και δευτερευόντως από αυτήν των καταγεγραμμένων ανέργων. Βέβαια, το ενθαρρυντικό φαινόμενο της εισόδου νέων εργαζομένων στην αγορά εργασίας, έχει ως αποτέλεσμα να επιταχύνεται η αύξηση της απασχόλησης στη χώρα μας, χωρίς όμως αντίστοιχα να καταγράφεται γρήγορη μείωση της ανεργίας. Όμως, την ίδια στιγμή, περισσότερες από μία στις τρεις επιχειρήσεις και συγκεκριμένα το 37% δηλώνουν ότι έχουν κενές θέσεις εργασίας, σύμφωνα με έρευνα που διεξήχθη από το Ινστιτούτο Ερευνών της ΚΕΕΕ, με το ποσοστό να φτάνει στο 60% σε επιχειρήσεις που απασχολούν πάνω από 25 εργαζόμενους. Με τον μέσο όρο των κενών θέσεων εργασίας που αναφέρουν οι επιχειρήσεις, που δηλώνουν κενές θέσεις εργασίας, υπολογίζεται, ότι στο σύνολο της χώρας υφίστανται περίπου 150.000 κενές θέσεις εργασίας. Μεταξύ των επιχειρήσεων που δηλώνουν ότι έχουν κενές θέσεις εργασίας, το 28% αναζητούν απασχολούμενους στην παροχή υπηρεσιών και πωλητές, το 27% ανειδίκευτους εργάτες και το 23% ειδικευμένους τεχνίτες.
Η επιστροφή της χώρας μας, μετά από πέντε χρόνια, στους στόχους του Συμφώνου Σταθερότητας, οι οποίοι, παρά την ανάσα της αύξησης των πρωτογενών δαπανών κατά 3%, μας δεσμεύουν για επίτευξη ρυθμού ανάπτυξης 2,6% και υψηλότερο πρωτογενές πλεόνασμα κατά 2,1% του ΑΕΠ για τα επόμενα χρόνια, ώστε να υποχωρήσει το δημόσιο χρέος στο 143%, δεν πρέπει να μας καθυστερήσει, ούτε από ένα καλύτερο οικονομικό μείγμα, ούτε από τη δυνατότητα σύγκλισης με την ΕΕ.
Με συναδελφικούς χαιρετισμούς
Ο Πρόεδρος
Βασίλης Κορκίδης
|