Η απανθρακοποίηση του ενεργειακού συστήματος είναι κρίσιμης σημασίας για την επίτευξη των κλιματικών στόχων της ΕΕ για το 2030 και το 2050. Ταυτόχρονα, η ενέργεια πρέπει να είναι ασφαλής και οικονομικά προσιτή για τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις. Για να συμβεί αυτό, τα κράτη μέλη πρέπει να μετατρέψουν τα ενεργειακά τους συστήματα σε μια πλήρως ολοκληρωμένη, ψηφιοποιημένη και ανταγωνιστική αγορά ενέργειας της ΕΕ που θα βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Εκτός από τις κανονιστικές μεταρρυθμίσεις, τα κράτη μέλη πρέπει να επιτρέψουν και να προωθήσουν περαιτέρω επενδύσεις στην καθαρή ενέργεια, συμπεριλαμβανομένης της ενεργειακής απόδοσης.
Κάπου εδώ όμως τελειώνει το θεωρητικό μέρος και αρχίζει το πρακτικό μέρος που φαίνεται ότι θα είναι και το δυσκολότερο. Επί της ουσίας για να επιτευχθούν οι στόχοι που έχουν τεθεί μέχρι το 2030 απαιτείται ρεαλισμός ώστε να μην τεθούν ακόμη πιο φιλόδοξοι στόχοι για το κλίμα αλλά και για να εφαρμοστεί κατά το δυνατόν καλύτερα ο εθνικός σχεδιασμός της χώρας για την ενέργεια και το κλίμα. Η πραγματικότητα είναι ότι τα επόμενα χρόνια θα πρέπει να βάλουμε χρήματα στην άκρη για την προσαρμογή αξιοποιώντας τις τεχνολογίες που ωριμάζουν, όπως οι ΑΠΕ.
Σε έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι αποκτούν όλο και μεγαλύτερη περιβαλλοντική συνείδηση, οι καταναλωτές θέλουν να δαπανούν τα χρήματα που κερδίζουν με κόπο σε προϊόντα που δεν θα βλάψουν τον πλανήτη και κατασκευάζονται από εταιρείες με τις ίδιες ευαισθησίες. Ωστόσο, δεν είναι όλες οι επιχειρήσεις έτοιμες να ενστερνιστούν την ανάγκη για πράσινη μετάβαση. Ένας λόγος είναι ότι πολλά στελέχη εξακολουθούν να πιστεύουν ότι οι πράσινες επενδύσεις είναι απαγορευτικά ακριβές. Επενδύσεις από 2,5 έως και 32,2 τρισ. ευρώ συνεπάγεται για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις η προσαρμογή στους κανόνες του Παρισιού, αλλά ανάλογα με τον ρυθμό που θα επιτευχθεί η μετάβαση σε μια πράσινη οικονομία, οι επιχειρήσεις θα επωφεληθούν από τη μείωση του ενεργειακού κόστους, που θα εξοικονομήσει πόρους σε όρους κερδοφορίας. Το ποσό που έχει προϋπολογίσει επί του παρόντος η ΕΕ για τη πράσινη μετάβαση των ΜμΕ/SMEs έως το 2030 είναι 350 δις ευρώ. Τίποτα δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από την πραγματικότητα.
Οι πράσινες επενδύσεις θα μπορούσαν επίσης να αποτελέσουν επένδυση στην επόμενη γενιά ειδικευμένων εργαζομένων. Και εδώ είναι ένα μεγάλο θέμα προς συζήτηση. Αν στρέψουμε το βλέμμα μας προς τη ναυτιλιακή βιομηχανία θα διαπιστώσουμε ότι ήδη υπάρχει έντονος προβληματισμός για το γεγονός ότι κοντά στους 800.000 ναυτικοί θα πρέπει να εκπαιδευτούν στις νέες τεχνολογίες. Και τα ερωτήματα πληθαίνουν. Ποιος θα εκπαιδεύσει τους εκπαιδευόμενους; Πιο το κόστος και ποιες οι ανθρωποώρες που θα απαιτηθούν; Σίγουρα τα ερωτήματα αυτά υπό κλίμακα αφορούν και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις σε ολόκληρη την ΕΕ.
Και εδώ τίθεται ένα επίσης μεγάλο ζήτημα τώρα που θα ανασυσταθούν τα όργανα της Ε.Ε. μετά τις ευρωεκλογές. Είμαστε λοιπόν σε ένα «κρίσιμο σταυροδρόμι» όπου τα ευρωπαϊκά όργανα θα πρέπει να «δουν το δάσος και όχι το δένδρο». Μεμονωμένα, οι μικρομεσαίες μεταποιητικές επιχειρήσεις έχουν σχετικά μικρό περιβαλλοντικό αποτύπωμα με 67 τόνους κατά μ.ο. ετησίως. Ωστόσο, ως ομάδα, συμβάλλουν σημαντικά με αποτύπωμα 63% στις συνολικές εκπομπές CO2 της επιχειρηματικότητας, λόγω του μεγάλου αριθμού τους με 24,3 εκαταμμύρια. Είναι λοιπόν ξεκάθαρο πως δεν υπάρχει «net zero» χωρίς τη συμμετοχή των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Οι επιχειρήσεις στην Ευρώπη έχουν πληγεί σοβαρά από την ανεπαρκή ή ακριβή προσφορά ενέργειας και πρώτων υλών και έχουν βιώσει τις επιπτώσεις της εξάρτησης των κρατών μελών της ΕΕ από τα ορυκτά καύσιμα στους λογαριασμούς ενέργειας. Επιπλέον, η αβεβαιότητα σχετικά με τον τρόπο εφαρμογής της πολυάριθμης νέας νομοθεσίας για το κλίμα, την ενέργεια και το περιβάλλον και οι υπερβολικές απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων δημιουργούν περιττά εμπόδια για τις ΜμΕ για να προχωρήσουν τις απαραίτητες επενδύσεις της πράσινης μετάβασης στις επιχειρήσεις τους.
Για να πλησιάσουμε στους στόχους της Πράσινης Συμφωνίας, η ΕΕ πρέπει να διασφαλίσει κατά τη διαδρομή της μετάβασης, με τη δημιουργία επτά κατάλληλων συνθηκών. Την Ασφάλεια των επενδύσεων, τον Εξορθολογισμό υπερβολικών γραφειοκρατικών απαιτήσεων, Δίκαιη και ανθεκτική ενεργειακή αγορά, με αποτελεσματική υποστήριξη στην ενεργειακή μετάβαση και την κυκλικότητα της παραγωγής, Ενίσχυση της καινοτομίας, Χρηματοδότηση ιδιωτικών επενδύσεων, Συνεργασία για τους κλιματικούς κινδύνους και Διασφάλιση πρόσβασης σε προσιτά ανακυκλωμένα υλικά.
Είναι η ώρα που τώρα πρέπει να εστιάσουμε στο πώς θα εφαρμοστεί η νομοθεσία κατά τρόπο κατάλληλο για τις επιχειρήσεις και θα ακολουθήσουμε τη διαδρομή προς το «καθαρό μηδέν» και την απαλλαγή μας από τις ανθρακούχες εκπομπές. Οι ευρωπαϊκοί οργανισμοί που εκπροσωπούν την μικρομεσαία επιχειρηματικότητα στις Βρυξέλλες έχουν δηλώσει πως οραματίζονται ένα κόσμο με όλους μαζί τους ΜμΕ να οδηγούν την Ε.Ε. στη πράσινη και ψηφιακή μετάβαση. Αυτό βεβαίως επιθυμούμε και εμείς ως επιχειρήσεις-μέλη του Ε.Β.Ε.Π., αλλά φαντάζομαι και όλων των Επιμελητηρίων, καθώς και των επιχειρηματικών φορέων της χώρας.
Έχουμε επισημάνει και δεν θα κουραστούμε να το επισημαίνουμε διαρκώς για το πως μπορεί να γίνει αυτή η μετάβαση, όταν τα 24,3 εκατ. ΜμΕ στην Ευρώπη, δηλαδή το 99,8%, εξακολουθούν να πρέπει να συμμορφώνονται με τους κανόνες και τις κοινοτικές οδηγίες που έχουν συνταχθεί με βάση το 0,2% των 43.000 μεγάλων ευρωπαϊκών εταιρειών. Οι υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων της ΕΕ θα πρέπει επιτέλους στο ξεκίνημα της νέας πενταετούς εντολής να εφαρμόσουν την αρχή «Think small first» και να ενεργήσουν ανάλογα. Με άλλα λόγια να σχηματοποιήσουν μία νέα πολιτική «πράσινης μετάβασης» που να είναι «tailor made» για τις ΜμΕ. Γιατί σε διαφορετική περίπτωση το 2030 και το 2050 απλά θα μείνουν ως «χρονικά ορόσημα», που οριοθετήθηκαν και προσπέρασαν τους στόχους, εξ αιτίας της έλλειψης, ρεαλισμού.
|