Στο πλαίσιο της έρευνας «SAFE» που διεξήγαγε η ΕΚΤ σε συνεργασία με την ΕΕ για την πρόσβαση των ελληνικών επιχειρήσεων σε χρηματοδότηση, οι ΜμΕ στην Ελλάδα συνέχισαν να αναφέρουν βελτίωση στη διαθεσιμότητα τραπεζικών δανείων. Μάλιστα στις τελευταίες περιοδικές έρευνες, οι ΜμΕ δεν δήλωσαν την πρόσβαση σε χρηματοδότηση ως πρώτο πρόβλημά, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως δεν συνεχίζει να τους απασχολεί όπως όλα τα προηγούμενα έτη. Από τους παράγοντες που επηρεάζουν την προσφορά χρηματοδότησης, οι ΜμΕ δήλωσαν ότι η προθυμία των τραπεζών να χορηγήσουν δάνεια αυξήθηκε περαιτέρω, ενώ σε αυξανόμενο βαθμό θετική ήταν και η συνολική επίδραση των παραγόντων που προσδιορίζουν τη φερεγγυότητα των ΜμΕ, περιλαμβάνοντας το πιστωτικό ιστορικό των επιχειρήσεων, τα ιδία κεφάλαια τους και τις προοπτικές τους. Οι ΜμΕ που αναφέρθηκαν στο δείκτη εμποδίων για τη λήψη τραπεζικού δανείου είναι βέβαιο πως επίσης αντανακλούν τη μείωση των των επιχειρήσεων που ανταποκρίθηκαν, είτε γιατί η αίτησή τους για χρηματοδότηση από τράπεζα απορρίφθηκε, είτε γιατί ικανοποιήθηκε μόνο κατά ένα μικρό μέρος, καθώς και εκείνων που δεν αιτήθηκαν καν χορήγηση δανείου πιστεύοντας ότι η αίτηση θα απορριφθεί.
Το κόστος δανεισμού των επιχειρήσεων αυξήθηκε σημαντικά προ διετίας, λόγω της μετακύλισης στα επιτόκια των τραπεζικών δανείων των αυξήσεων της πολιτικής για την αντιμετώπιση του υψηλού πληθωρισμού στην Ευρωζώνη. Τους τελευταίους μήνες τα τραπεζικά επιτόκια των δανείων δείχνουν να έχουν σταθεροποιηθεί, αλλά συγκριτικά διατηρούνται σε υψηλά επίπεδα. Ειδικότερα το μεσοσταθμικό επιτόκιο των νέων επιχειρηματικών δανείων κυμαίνεται στο 6% και αρκετά υψηλό σε σχέση με την έναρξη του ανοδικού κύκλου των επιτοκίων. Σε πραγματικούς όρους το βασικό επιτόκιο των επιχειρηματικών δανείων ανέρχεται στο 2,8%, αλλά όσες μικρές επιχειρήσεις έχουν πρόσβαση στην τραπεζική χρηματοδότηση αντιμετωπίζουν έως και 2,5% υψηλότερο επιτόκιο σε σχέση με τις μεγαλύτερες. Τα τελευταία δύσκολα χρόνια, οι πιστώσεις προς τις εγχώριες επιχειρήσεις στηρίχθηκαν από τα χρηματοδοτικά εργαλεία των αναπτυξιακών τραπεζών και από το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Ιδιαίτερα ωφελούμενες των προγραμμάτων αυτών θα έπρεπε να ήταν οι επιχειρήσεις πολύ μικρού, μικρού και μεσαίου μεγέθους, των οποίων η πρόσβαση σε χρηματοδότηση δυσχεραίνεται δυσανάλογα σε περιόδους αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής σε σύγκριση με τις μεγάλου μεγέθους μονάδες.
Οι ελληνικές επιχειρήσεις πέρυσι έλαβαν τραπεζικά δάνεια ύψους 2 δις ευρώ, έναντι των 4,2 δις ευρώ το 2022 υποστηριζόμενα μέσω προγραμμάτων, αφενός από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (EIB) και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων (EIF)) και αφετέρου της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας (ΕΑΤ). Άνω του 75% της αξίας των εν λόγω χρηματοδοτήσεων κατευθύνθηκε προς επιχειρήσεις πολύ μικρού, μικρού και μεσαίου μεγέθους, μερίδιο που αντικατοπτρίζει τη προσπάθεια στόχευσης της ευρωπαϊκής και εθνικής πολιτικής στη στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Μεταξύ των επιμέρους κατηγοριών χρηματοδοτικών εργαλείων, το μεγαλύτερο ποσοστό 57% σε όρους αξίας εκταμιεύσεων αντιστοιχούσε σε προγράμματα συγχρηματοδότησης και το υπόλοιπο σε εγγυοδοσίες. Η αύξηση των τραπεζικών επιτοκίων ως αποτέλεσμα της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής ενίσχυσε τη σημασία των συγχρηματοδοτήσεων, καθώς αυτές επιτυγχάνουν ευνοϊκούς όρους τιμολόγησης. Για τους δανειολήπτες που έτυχαν στήριξης, η επίδραση των προγραμμάτων ήταν ευεργετική στις αυξήσεις των τραπεζικών επιτοκίων περιορίζοντας το κόστος του δανεισμού.
Στο φετινό σχεδιασμό εκτός από τα δανειοδοτικά εργαλεία έχει μπει ένα ακόμη πρόγραμμα επιδότησης επενδυτικών σχεδίων υφιστάμενων μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Η ευκαιρία άνοιξε από τα κονδύλια 200 εκατ. από τα συνολικά 300 εκατ. ευρώ που έμειναν αδιάθετα από το πρόγραμμα «Ψηφιακός Μετασχηματισμός ΜμΕ» που έκλεισε πρόσφατα. Το ακριβές ποσό αναμένεται να καθοριστεί το επόμενο διάστημα και αμέσως μετά το Πάσχα αναμένεται η προδημοσίευση του νέου προγράμματος επιδότησης το οποίο θα συνδέεται με την εξωστρέφεια των μικρομεσαίων. Στο ίδιο πλαίσιο μεγάλο στοίχημα αποτελεί το «Ταμείο Επιχειρηματικότητας ΙΙΙ», το οποίο με προϋπολογισμό 500 εκατ. ευρώ αναμένεται να μοχλεύσει δάνεια άνω των 2 δις ευρώ προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις μέσα στην επόμενη πενταετία. Χαρακτηρίζεται μάλιστα ως το πιο δυνατό εργαλείο που έχει βγει ποτέ, δίνοντας εγγυήσεις αλλά και επιδοτήσεις δανείων με χαμηλότερα επιτόκια ακόμα και από το ΤΕΠΙΧ Ι και από το ΤΕΠΙΧ ΙΙ. Ειδικότερα, το ΤΕΠΙΧ ΙΙΙ που αναμένεται να ανοίξει σύντομα θα παρέχει εγγυήσεις έως το 80% των δανείων και επιδότηση του επιτοκίου κατά δύο μονάδες, ενώ ο πυλώνας των επιδοτήσεων θα παρέχει δάνεια με μηδενικό επιτόκιο για το 40% του ποσού και για το υπόλοιπο 60% το επιτόκιο θα μειώνεται κατά τρεις μονάδες.
Πρόσφατα οι ελληνικές συστημικές τράπεζες υπέγραψαν την Επιχειρησιακή Συμφωνία με το ΕΤαΕ για τη συμμετοχή τους στο Ταμείο «InvestEU», που αφορά στις ΜμΕ και χρηματοδοτείται από πόρους του ΤΑΑ. Έτσι αποκτούν τη δυνατότητα να διοχετεύσουν πόρους σε πολύ μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις για την υλοποίηση επενδυτικών σχεδίων και την κάλυψη των αναγκών τους σε κεφάλαιο κίνησης, με στόχευση σε τρεις θεματικούς πυλώνες. Πρώτον, την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, δεύτερον, την ενίσχυση της βιώσιμης ανάπτυξης με την υιοθέτηση «πράσινων» πρακτικών και τρίτον την ενίσχυση της Έρευνας και Καινοτομίας, αλλά και την αναβάθμιση της λειτουργίας των επιχειρήσεων μέσω της υιοθέτησης ψηφιακών καινοτόμων τεχνολογιών. Επιπλέον στο Πρόγραμμα θα προσφέρονται ιδιαιτέρως ευνοϊκοί όροι, καθώς οι τελικοί δικαιούχοι θα επωφελούνται, είτε μέσω παροχής μειωμένων εμπραγμάτων εξασφαλίσεων, είτε μέσω ευνοϊκότερης τιμολόγησης, ενώ θα παρέχεται ευέλικτο πρόγραμμα αποπληρωμής σύμφωνα με τις ανάγκες και τις ροές της επιχείρησης με τη διάρκεια αποπληρωμής να φθάνει έως τα 11 χρόνια.
Η αύξηση της περιμέτρου των ΜμΕ που έχουν πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό αποτελεί βασικό στόχο του Υπουργείου Οικονομικών, της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας, αλλά και των εμπορικών τραπεζών. Σήμερα οι ΜμΕ που έχουν πρόσβαση στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας μας είναι περίπου 45.000 και στόχος είναι να φτάσουμε στο σημείο που περισσότερες από 100.000 θα έχουν πρόσβαση σε τραπεζικό δανεισμό. Οι αριθμοί επιβεβαιώνουν πως η πλειονότητα των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων εξακολουθεί να στηρίζεται σε αυτοχρηματοδότηση για επέκταση και εκσυγχρονισμό, γεγονός που περιορίζει τις δυνατότητες μεγέθυνση τους. Είναι πολύ σημαντικό πως η διεύρυνση της περιμέτρου των ΜμΕ που αξιοποιούν τα δάνεια του ΤΑΑ θεωρείται απαραίτητη και για την επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί στο Εθνικό Πρόγραμμα Ανάπτυξης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0» για τις συμβασιοποιήσεις που θα ξεκλειδώσουν τις επόμενες δόσεις. Η «∆ίκαιη Αναπτυξιακή Μετάβαση» που άλλωστε συμπεριλαμβάνεται στο ΕΣΠΑ 2021-2027, επιβάλλει συνέπεια στην ανάπτυξη και εκσυγχρονισμό όλων των επιχειρήσεων ως αρχή για τη μετάβασή σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, ικανό να διαχειριστεί μελλοντικές προκλήσεις. Όσα περισσότερα κονδύλια κατευθύνονται στις ΜμΕ, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η απορροφητικότητα και λιγότερες οι καθυστερήσεις εγκρίσεων. Η επίτευξη της στήριξης και μεγέθυνσης των ΜμΕ πρέπει να αποτελεί συλλογική επιδίωξη για τη χώρα μας.
|