Έχει επισημανθεί πλειστάκις η σημασία μείωσης του ενεργειακού κόστους το οποίο επιδρά στην διαμόρφωση της τελικής τιμής του προϊόντος που παράγεται, άρα και της ανταγωνιστικότητας στις διεθνείς αγορές. Το 2021 προτάθηκε από την Ελλάδα στην Ε.Ε. το περίφημο σχήμα «Green Pool», που όμως απορρίφθηκε το 2023 και με το οποίο προβλεπόταν να συνάπτονται διμερή συμβόλαια στην ελληνική αγορά μεταξύ μεγάλων καταναλωτών και παραγωγών ΑΠΕ. Στη βιομηχανία είναι ξεκάθαρο πως κυριαρχεί η αναγκαιότητα να δοθεί η δυνατότητα σε ενεργοβόρες επιχειρήσεις να επενδύσουν στις ΑΠΕ, είτε κατά μόνας, είτε σε συνεργασία με άλλες ομοειδείς, προκειμένου να καλύψουν μέρος ή και το σύνολο της ενέργειας που καταναλώνουν, καθιστώντας την απόσβεση της επένδυσης διπλά επωφελή. Η φθηνή ενέργεια, πρώτον θα επιδρούσε στο τελικό κόστος παραγωγής, άρα και πώλησης προϊόντων, και δεύτερον θα δημιουργούσε μία νέα βιομηχανική δυναμική ανοίγοντας παράλληλα νέες θέσεις εργασίας.
Το Ε.Β.Ε.Π. έχει επίσης αναφερθεί εκτενώς στις προϋποθέσεις για το «Net-metering» ή την «Αυτοπαραγωγή με Ενεργειακό Συμψηφισμό», που δίνει σε μια επιχείρηση τη δυνατότητα να παράγει, με χρήση φωτοβολταϊκού συστήματος, ηλεκτρική ενέργεια που καταναλώνει, ενώ ταυτόχρονα παραμένει συνδεδεμένη στο δίκτυο, το οποίο χρησιμοποιεί ως «αποθήκη ενέργειας». Έτσι, όταν η παραγωγή είναι μεγαλύτερη από την κατανάλωση, το πλεόνασμα «αποθηκεύεται» στο δίκτυο και χρησιμοποιείται όταν η παραγωγή δεν επαρκεί. Έμενε όμως να δούμε πως οι αντοχές του δικτύου δεν το επέτρεπαν, και τότε προτάθηκε η λύση «3Α», δηλαδή το τρίπτυχο «Αυτοπαραγωγή-Αποθήκευση-Αυτοκατανάλωση». Επανερχόμαστε λοιπόν με την ευκαιρία λοιπόν του νομοσχεδίου για δομικές αλλαγές που θα φέρει στη Βουλή το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών μέχρι το τέλος Ιουνίου επιδιώκοντας την καθιέρωση ενός μοντέλου αναπτυξιακής λειτουργίας των ΔΕΚΟ, κάνοντας μάλιστα λόγο για «μικρές ΔΕΗ». Ας νομοθετηθεί λοιπόν η απελευθέρωση των αδειοδοτήσεων για ΑΠΕ και ας δοθεί στις βιομηχανικές μονάδες της χώρας μας η ευκαιρία να αξιοποιήσουν τις εγκαταστάσεις τους για ενεργειακές επενδύσεις χωρίς περιορισμούς ισχύος.
Πριν λίγες εβδομάδες ο πολυεθνικός όμιλος πορτογαλικών συμφερόντων ΒΑ Glass Group αποφάσισε να διακόψει τη λειτουργία της βιομηχανίας «Γιούλα» επικαλούμενος την έλλειψη ζήτησης, λόγω του κόστους ενέργειας, παραγωγής και αποθήκευσης. Επτά χρόνια μετά την πώληση της μονάδας στο Αιγάλεω από την HGI της οικογένειας Βουλγαράκη στον πολυεθνικό όμιλο πορτογαλικών συμφερόντων ΒΑ Glass Group, που έγινε σε μια προσπάθεια να διασωθεί η εταιρεία, μπήκε οριστικά «λουκέτο», και με αυτόν τον τρόπο τελειώνει ο κλάδος υαλουργίας της Ελλάδας, καθώς η «Γιούλα» ήταν ο μοναδικός παραγωγός προϊόντων γυάλινης συσκευασίας στη χώρα μας. Σύμφωνα με την οικονομική έκθεση, ο κύκλος εργασιών της ήταν 60,8 εκατ. ευρώ, ενώ η χρήση ήταν ζημιογόνα, με τις ζημίες να ανέρχονται σε 239.000 ευρώ. Το ζήτημα δεν ήταν, ωστόσο, οι ζημίες αλλά το γεγονός ότι στην εταιρεία είχαν χορηγηθεί το 2017 δύο ομολογιακά δάνεια συνολικού ύψους 90 εκατ. ευρώ από τις θυγατρικές του ομίλου σε Ισπανία και Πορτογαλία, με υπόλοιπο 55,5 εκατ. ευρώ που ήταν πληρωτέο την 31η Ιανουαρίου 2024.
Μετά την ανακοίνωση για το κλείσιμο της υαλουργίας «Γιούλα», ανακοινώθηκε ακόμα ένα «βιομηχανικό λουκέτο» στη Βόρειο Ελλάδα. Ο λόγος για τη χαρτοποιία Sonoco Hellas η οποία ανακοίνωσε ότι την 1η Ιουνίου 2024 κλείνει τα δύο εργοστάσιά της στην Ελλάδα στη Θεσσαλονίκη και το Κιλκίς. Η Sonoco Hellas αποτελεί την ιστορική συνέχεια του εργοστασίου παραγωγής κώνων κλωστοϋφαντουργίας ΕΒΙΕΝ το οποίο ξεκίνησε να λειτουργεί τη δεκαετία του 70 στη Β. Ελλάδα. Το 1998 η ΕΒΙΕΝ εξαγοράστηκε από την αμερικανική εταιρεία Sonoco Alcore και μετονομάστηκε σε Sonoco Hellas. Στις αιτίες για το νέο λουκέτο φαίνεται ότι σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε το υψηλό κόστος ενέργειας καθώς η Sonoco Hellas είναι ενεργοβόρος βιομηχανία, παρά το γεγονός ότι η εταιρεία είχε επενδύσει 3 εκατ. ευρώ στην αυτοπαραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, χωρίς ωστόσο να συνδεθεί στο δίκτυο λόγω έλλειψης χωρητικότητας. Βάσει του τελευταίου δημοσιευμένου ισολογισμού, η Sonoco Hellas είχε κύκλο εργασιών 19,93 εκατ. ευρώ με ζημιές ύψους 351.000 ευρώ. Σε ό,τι αφορά το μητρικό αμερικανικό όμιλο Sonoco, οι πωλήσεις παγκοσμίως ανέρχονται σε 7,3 δισ. δολάρια ενώ διαθέτει 310 παραγωγικές μονάδες σε όλο τον κόσμο.
Έχουμε λοιπόν να αντιμετωπίσουμε πέντε «λουκέτα» εργοστασίων πολυεθνικών μέσα σε δώδεκα μήνες, καθώς το 2023 προηγήθηκαν αυτά της Reckitt Benckiser στο Βασιλικό Χαλκίδας, της Tupperware στη Θήβα και της Crown Can Hellas σε Πάτρα και Κόρινθο. Η κατάσταση που δημιουργείται σίγουρα επιβάλλει άμεσες ενέργειες από τα συναρμόδια υπουργεία, ώστε να αποτραπούν και άλλες αποχωρήσεις πολυεθνικών αφήνοντας πίσω τους λουκέτα στην ελληνική παραγωγή και χιλιάδες ανέργους. Μια σημαντική πρόταση θα ήταν η απελευθέρωση άδειας παραγωγής ενέργειας των εταιρειών που χρησιμοποιούν τις υπάρχουσες νόμιμες και αδειοδοτημένες στέγες τους, που σημαίνει πως οι εταιρείες είναι ενεργές και χρειάζονται πραγματικά οικονομική ενέργεια η οποία τις βοηθά να παραμείνουν βιώσιμες και παραγωγικές. Επιπροσθέτως, δεν δημιουργείται θέμα «κατάληψης» γεωργικής γης για την παραγωγή ενέργειας, ούτε τίθεται θέμα κοστοβόρων επενδύσεων από την ΔΕΗ, ενώ αμβλύνεται και η υπόθεση της εισαγωγής ενέργειας για την κάλυψη των αναγκών. Η πρόταση του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιά στην Κυβέρνηση είναι πως ακόμα και όταν η αυτοπαραγωγή ενέργειας δεν επιδοτείται, θα πρέπει τουλάχιστον να αδειοδοτείται, σύμφωνα με τις δυνατότητες της κάθε βιομηχανικής μονάδας, εάν πράγματι θέλουμε να διατηρηθεί στο μέλλον το «Made in Greece».
|