Η Ελλάδα έχει επιστρέψει δυναμικά στο επενδυτικό πεδίο και στην κατόπτευση διεθνών φορέων με μακροπρόθεσμη στόχευση, έχοντας αποδείξει με απτά παραδείγματα ότι είναι, πλέον, μία χώρα φιλική προς τις επενδύσεις, τόσο από την εσωτερική, όσο και από την εξωτερική αγορά. Η ελληνική οικονομία έχει επιδείξει μια πρωτοφανή ανθεκτικότητα σε μια χρονική συγκυρία, όπου οι εξωτερικές προκλήσεις και το ρευστό, διεθνώς, οικονομικό κλίμα θα μπορούσαν να τραινάρουν τον ρυθμό ανάπτυξης. Έχει χαρακτηριστεί, ως η «έκπληξη» για την ευρωπαϊκή οικονομία, το γεγονός ότι ελληνική οικονομία πλέον αναπτύσσεται πολύ ταχύτερα, καθώς αναμένουμε διπλάσια ανάπτυξη από την Ευρωζώνη το 2024, ενώ οι επενδύσεις αναμένεται να αυξηθούν στο 15,1%, από 7,1% το 2023. Σημαντικό στοίχημα για την κυβέρνηση αποτελεί η ανάπτυξη με τον πήχη να έχει τεθεί στο 2,9%. Ωστόσο, η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας αποτελεί ευκαιρία για την περαιτέρω βελτίωση των επιδόσεων της ελληνικής οικονομίας που πρέπει να αξιοποιηθεί, καθώς είχε σταθεροποιητική επίδραση τόσο στον τραπεζικό τομέα, όσο και στην πραγματική οικονομία. Βασικό ζήτημα, αλλά και ζητούμενο οι επενδύσεις. Και το τρέχον έτος πρέπει να εφαρμοστεί «πιστά» η επιτυχημένη «συνταγή» του συνδυασμού ταχύρρυθμων μεταρρυθμίσεων και αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας, ώστε να διαπλατύνει το πεδίο ευκαιριών ανάπτυξης για την χώρα. Στο πεδίο των μεταρρυθμίσεων σημαίνουσα σημασία παρουσιάζει η προσπάθεια περεταίρω περιστολής της γραφειοκρατίας. Εκείνης που προσδιορίζει τον ορίζοντα έναρξης της υλοποίησης μιας επένδυσης, άρα και της οικονομικής απόδοσης αυτής καθ΄ αυτής της επένδυσης. Είναι γνωστό ότι το τέρας της γραφειοκρατίας αν δεν καταπολεμηθεί, με το «φάρμακο» της ψηφιοποίησης, θα συνεχίσει να αποτελεί «φόβητρο» για τους επενδυτές, αλλά και «δικαιολογία» για να προσπεράσουν επενδύσεις προς όφελος ανταγωνιστριών οικονομιών. Οι αποκρατικοποιήσεις του τελευταίου 7μήνου, αλλά και αυτές που ολοκληρώνονται με τα περιφερειακά λιμάνια και αεροδρόμια στηρίζουν την επενδυτική δυναμική και έχουμε τελευταία «κραυγαλέα» παραδείγματα, όπως η περίπτωση εισαγωγής του Διεθνούς Αεροδρομίου Αθηνών «Ελευθέριος Βενιζέλος» στο ελληνικό χρηματιστήριο, όπου επιτεύχθηκε θεαματική υπερκάλυψη, με τις προσφορές των επενδυτών να φτάνουν τα 8 δισ. Ευρώ, εκ των οποίων το 85% αφορά τις προσφορές των ξένων επενδυτών και το 15% των εγχώριων. Στα «στοιχήματα» και η πορεία που θα έχει η απορρόφηση των κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης. Τη χρονιά που διανύουμε ευελπιστούμε να έχουμε και παραπάνω επενδύσεις. Υπολογίζουμε μια αύξηση 15%, χάρη κυρίως στο Ταμείο Ανάκαμψης, ενώ οφείλουμε μεταξύ των άλλων να δώσουμε ιδιαίτερη έμφαση και στις εξαγωγές μας.
Στο πεδίο των προκλήσεων-προσδοκιών, και αυτή τη χρονιά, είναι η αξιοποίηση με τον καλύτερο δυνατό τρόπο των ευρωπαϊκών κονδυλίων που είναι ένα καθοριστικό εργαλείο για την αναπτυξιακή προοπτική της Ελλάδας υποστηρίζοντας μέσα από επί μέρους δράσεις τις επενδύσεις στην ψηφιακή και πράσινη μετάβαση, την κατάρτιση και επανακατάρτιση, καθώς και την στήριξη της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων αλλά και την απασχόληση με σημαντικά προγράμματα κοινωνικής συνοχής.
Προσδοκούμε, ευχόμαστε, ελπίζουμε ότι η επιχειρηματικότητα που άντεξε, πάλεψε και νίκησε το δύσκολο 2023 θα συνεχίσει να παλεύει νικηφόρα και το 2024, το οποίο «κληρονόμησε» από το 2023 τις γεωπολιτικές εντάσεις σε Μ. Θάλασσα, Ανατολική Μεσόγειο και Μ. Ανατολή, τις πληθωριστικές πιέσεις και το ενεργειακό. Προσδοκούμε, ότι η κυβέρνηση, υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, θα συνεχίσει να κρατά στιβαρά το «πηδάλιο» στην ρότα της ανάπτυξης, σε ένα τεταραγμένο διεθνώς οικονομικό γίγνεσθαι. Δεν είναι ώρα να επαναπαυθούμε, αλλά το κατάλληλο «timming» να επιταχύνουμε. Η οικονομία μας έχει ανάγκη από συνεχή εγρήγορση γιατί «το κρατείται τα αγαθά, χαλεπώτερον του κτήσασθαι».
|