Όταν μιλάμε για ψηφιακές τεχνολογίες μιλάμε και για ταχύτητες μεταφοράς και επεξεργασίας δεδομένων. Και συνήθως δεχόμαστε ότι το ταχύτερο είναι καλύτερο του ταχύ. Στην προκειμένη περίπτωση η ηλεκτρονική διακυβέρνηση, γενικά, πρέπει να επιταχύνει τόσο στο δημόσιο τομέα, όσο και στον χώρο του επιχειρείν. Τα στοιχεία που έχουν δημοσιοποιηθεί κατατάσσουν την Ελλάδα 25η μεταξύ των 27 κρατών μελών της Ε.Ε. στην έκδοση του δείκτη ψηφιακής οικονομίας και κοινωνίας (DESI) για το 2022. Ωστόσο δεν θα μιλήσουμε για ευρυζωνικότητες και 5G, αλλά οφείλουμε να αποτυπώσουμε την προσπάθεια που έχει καταβληθεί τόσο από την πλευρά του κράτους, όσο και από την επιχειρηματική κοινότητα. Πρόσφατα, σχετικά, γίναμε μάρτυρες της ενεργοποίησης του Ψηφιακού Βοηθού - «mAigov» Τεχνητής Νοημοσύνης, που αποσκοπεί με την λειτουργία του να διευκολύνει ακόμη περισσότερο την καθημερινότητα των πολιτών, απλουστεύοντας και επιταχύνοντας τη διάδρασή τους με τον δημόσιο τομέα. Το γεγονός, το οποίο και χαιρετίζουμε, καθώς αποτελεί το πρώτο και καθοριστικό βήμα της κυβέρνησης για τα στρατηγικά της σχέδια να γίνει πρωτοπόρος χώρα μελέτης και εφαρμογής τεχνητής νοημοσύνης στην Ευρωπαϊκή Ένωση και πρακτικά να είναι η πρώτη χώρα, η οποία εισάγει την παραγωγική τεχνητή νοημοσύνη (Generative AI) στο Δημόσιο και στην εξυπηρέτηση των πολιτών, απαιτεί την πλήρωση μίας βασικής προϋπόθεσης. Που δεν είναι άλλη από την πλήρη ψηφιοποίηση του ευρύτερου Δημόσιου τομέα.
Η υλοποίηση των Ψηφιακών Υπηρεσιών Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, «e-Government», είναι εξαιρετικά πολύτιμη, γιατί «ο χρόνος είναι χρήμα» και στην επιχειρηματικότητα σε πολλές περιπτώσεις και ειδικά στις επενδύσεις ο χρόνος είναι πιο πολύτιμος και από το χρήμα. Ακριβώς λοιπόν, το «time management» στον ψηφιακό μετασχηματισμό διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στην επίτευξη ενός στόχου που δεν είναι άλλος από την πλήρη, όπως προανάφερα, ψηφιοποίηση του Δημόσιου τομέα, που θα ολοκληρώσει το «όραμα» της Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης. Απαιτείται όμως κόπος και τρόπος, ώστε η ψηφιακή μετάβαση να περιορίσει και να μην ενσωματώσει την γραφειοκρατία, που όμως ακόμα αντιστέκεται. Και αυτή είναι η πρόκληση. Να μην μεταλλαχθεί η γραφειοκρατία σε «ψηφιακή γραφειοκρατία». Το time management στο Δημόσιο, δηλαδή η εφαρμογή στρατηγικής σωστής διαχείρισης του χρόνου, θα επιτρέψει και στο business management να ακολουθήσει, οδηγώντας έτσι στην ολοκλήρωση ενός σύγχρονου ψηφιακού κράτους. Έκανα λόγο για time management και business management και τη σημασία τους για την ψηφιοποίηση. Αντίστοιχη σημασία θα αποκτήσουν και για τις επιχειρήσεις, οι οποίες θα κληθούν να αναδιατάξουν τις δυνάμεις τους που σπαταλούνται σε πεδία που σήμερα κυριαρχούν οι γραφειοκρατικές διαδικασίες με τους κυκεώνες της νομολογίας, των φορολογικών, των εργασιακών, των επεξηγήσεων και των παραπομπών. Αυτός ο χρόνος που θα προκύψει θα επιτρέψει στις επιχειρήσεις να κερδίσουν εκείνο τον ποιοτικό χρόνο, τον οποίο και θα διαθέσουν στην ανάπτυξη των δραστηριοτήτων τους, με «όπλο» την ταχύτητα συνδιαλλαγής με το Δημόσιο. Και για το Δημόσιο και για τον επιχειρηματικό κόσμο ισχύει ότι «ο χρόνος είναι χρήμα». Η ψηφιοποίηση όσο πιο γρήγορα τρέξει τόσο πιο γρήγορα θα δημιουργήσει καλύτερες συνθήκες για την προσέλκυση επενδύσεων από το εσωτερικό και εξωτερικό. Και κατανοούμε όλοι, τι σημαίνει η προσέλκυση επενδύσεων, τόσο για το κράτος, όσο και για τον ιδιωτικό τομέα.
Έχουμε δρόμο, λοιπόν, μέχρι την πλήρη ψηφιοποίηση. Και στη διαδρομή αυτή πρέπει να δούμε και τα επίπεδα εξοικείωσης του στελεχιακού δυναμικού, τόσο στον δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Να δούμε το επίπεδο των ψηφιακών δεξιοτήτων, αλλά και πως αυτό θα βελτιωθεί. Είναι γεγονός ότι η χώρα σημείωσε πρόοδο όσον αφορά τον πληθυσμό που διαθέτει, τουλάχιστον, σε βασικές ψηφιακές δεξιότητες, ενώ βάσει των στοιχείων, με ποσοστό 52%, η Ελλάδα βρίσκεται πολύ κοντά στον μέσο όρο της Ε.Ε. (54%).
Όσον αφορά την ενσωμάτωση των ψηφιακών τεχνολογιών στις επιχειρηματικές δραστηριότητες, οι επιδόσεις της Ελλάδας υπολείπονται του μέσου όρου της Ε.Ε. Μόνο το 39% των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ) παρουσιάζουν τουλάχιστον βασικό επίπεδο ψηφιακής έντασης έναντι 55% που είναι ο μέσος όρος της Ε.Ε. Ωστόσο, το 20% των ΜΜΕ στην Ελλάδα πωλούν τα αγαθά και τις υπηρεσίες τους μέσω διαδικτύου, ποσοστό που υπερβαίνει τον μέσο όρο της Ε.Ε. (18%). Με βάση τα στοιχεία που παρουσίασε η ΕΛΣΤΑΤ η ενσωμάτωση των ψηφιακών τεχνολογιών στις ελληνικές ΜμΕ έχει μέλλον, αφού 6/10 έχουν συστήματα ψηφιακού μάρκετιγκ, 3/10 έχουν διαδικτυακά συστήματα ελέγχου, 2/10 έχουν e-shop και 2/10 συμμετέχουν σε διαδικτυακή πλατφόρμα, ενώ τα καταστήματα που διαθέτουν online πωλήσεις αντιστοιχούν μεσοσταθμικά στο 1/3 του συνολικού τζίρου τους.
|