Την πρώτη παύση στον τρέχοντα κύκλο των 10 συνεχών αυξήσεων των επιτοκίων, μέσα σε 15 μήνες από την αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής, τον Ιούλιο του 2022, αποφάσισε η ΕΚΤ, επίσης στη πρώτη από το 2008 και μετά 15 χρόνια, διήμερη συνεδρίαση του Διοικητικού της Συμβουλίου στην Αθήνα. Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Κριστίν Λαγκάρντ, ουσιαστικά τίθεται σε ισχύ το δόγμα «higherforlonger», αφού ο πληθωρισμός αναμένεται να παραμείνει ακόμα πολύ υψηλός για πολύ καιρό. Έτσι λοιπόν τα βασικά επιτόκια, παράλληλα με τις εγχώριες πιέσεις τιμών, θα παραμείνουν σε υψηλά, αλλά τουλάχιστον σε σταθερά επίπεδα μέχρι τον Ιούλιο του 2024. Ο πληθωρισμός της Ευρωζώνης μπορεί να κατεβάσει ταχύτητα στο 3,1 % τον Οκτώβριο, όπως ενημερώνει η Eurostat, αλλά είναι ακόμα μακρυά από τον στόχο του 2%, με την Ελλάδα όμως να έχει τη βραδύτερη αύξηση με 2,3%. Από τις κύριες συνιστώσες του πληθωρισμού, είναι τα τρόφιμα, το αλκοόλ και ο καπνός που έχουν τον υψηλότερο ετήσιο ρυθμό ανόδου τον Σεπτέμβριο στο 8,8%, ακολουθούμενος από τις υπηρεσίες στο 4,7%, τα μη ενεργειακά βιομηχανικά αγαθά στο 4,2%. Στο μέτωπο του δημοσίου χρέους, η Ελλάδα κατέχει το 2023 την καλύτερη επίδοση, όσον αφορά την ταχύτητα μείωσης. Αναλυτικότερα, το 2023, το δημόσιο χρέος στην ευρωζώνη μειώθηκε κατά μέσο όρο στο 90,3% του ΑΕΠ και στην ΕΕ-27 στο 83,1% του ΑΕΠ. Το 2023, μέχρι σήμερα, εννέα κράτη-μέλη κατέγραψαν αύξηση του δείκτη χρέους προς ΑΕΠ και δεκαοκτώ, μείωση.
Οι επιδράσεις της σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ στην Ευρωζώνη σε συνδυασμό με όλες τις προηγούμενες αυξήσεις των επιτοκίων, εκτιμάται πως θα εξακολουθούν να μεταδίδονται στις συνθήκες χρηματοδότησης, επιδρώντας ανασταλτικά στη ζήτηση, μέχρι να οδηγήσουν στην υποχώρηση του πληθωρισμού στον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%. Μάλιστα τονίζεται πως οι μελλοντικές αποφάσεις της ΕΚΤ θα διασφαλίσουν ότι τα επιτόκια πολιτικής θα καθορίζονται σε επαρκώς περιοριστικά επίπεδα για όσο διάστημα χρειαστεί. Ειδικότερα, οι αποφάσεις για τα επιτόκια θα βασίζονται στην εκτίμησή της προοπτικής του πληθωρισμού βάσει των εισερχόμενων οικονομικών και χρηματοοικονομικών δεδομένων και της δυναμικής του πληθωρισμού. Η ΕΚΤ κρατά λοιπόν αμετάβλητα τα τρία βασικά επιτόκια και συγκεκριμένα τα επιτόκια των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης, τα επιτόκια διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης και της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων σε 4,5%, 4,75% και 4% αντίστοιχα, χωρίς όμως να καθορίζει, ούτε να δεσμεύεται για τη μελλοντική της πολιτική. Τα τρία λοιπόν ερωτήματα, που παραμένουν αναπάντητα είναι μέχρι πότε θα έχουμε παύση των επιτοκιακών αυξήσεων, πόσο θα διαρκέσουν τα υψηλά σημερινά επιτόκια και με τι ρυθμό αναμένεται να αποκλιμακωθεί ο πληθωρισμός από το τελευταίο τρίμηνο του 2023 μέχρι και το δεύτερο τρίμηνο του 2024.
Από τον «πονοκέφαλο» της αύξησης των επιτοκίων, σε άλλο πονοκέφαλο έχει εξελιχθεί για την ΕΚΤ και η κάμψη που καταγράφεται το τελευταίο διάστημα, τόσο στην προσφορά, όσο και στη ζήτηση, νέων δανείων, ως απόρροια των υψηλών επιτοκίων σε συνδυασμό με περικοπές στα επενδυτικά σχέδια οδήγησαν σε απότομη πτώση της ζήτησης πιστώσεων το γ’ τρίμηνο του 2023, ενώ τα πιστοδοτικά κριτήρια για δάνεια προς επιχειρήσεις έγιναν πιο αυστηρά. Σύμφωνα με την κ. Λαγκάρντ δεν είναι μόνο οι τράπεζες που μειώνουν την πιστωτική τους ροή, είναι και οι επιχειρήσεις που μειώνουν τις επενδύσεις εξαιτίας των επιτοκίων. Αναλυτικά, ο ετήσιος ρυθμός αύξησης των δανείων προς επιχειρήσεις μειώθηκε απότομα, από 2,2% τον Ιούλιο σε 0,2% τον Σεπτέμβριο, ενώ ο πόλεμος, τόσο στην Ουκρανία, όσο και στη Μέση Ανατολή, θέτει σε επιπλέον κίνδυνους όλα τα δάνεια. Στην Ελλάδα, πάντως, με εξαίρεση τη στεγαστική πίστη, η οποία βρίσκεται σε αρνητικό έδαφος εδώ και μία 10ετία, η πιστωτική επέκταση στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο γύρισε θετική τον περασμένο μήνα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, τον Σεπτέμβριο o ετήσιος ρυθμός μεταβολής της χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα αυξήθηκε σε 2,1% από 0,9%, με τη μηνιαία καθαρή ροή να είναι θετική κατά 2,14 δις ευρώ. Ειδικά για τις επιχειρήσεις, η μηνιαία καθαρή ροή ήταν θετική κατά 2,05 δις ευρώ έναντι αρνητικής καθαρής ροής 322 εκατ. ευρώ τον προηγούμενο μήνα.
Το ζητούμενο πλέον είναι αφενός να σταματήσει να ανεβαίνει το κόστος δανεισμού και αφετέρου να μειωθεί η διαφορά του μέσου επιτοκίου δανείων και καταθέσεων που έχει φτάσει σε υψηλό 20ετίας. Αναμένεται λοιπόν άνοδος στα επιτόκια των προθεσμιακών καταθέσεων, όπως βεβαίως και μειώσεις στα επιτόκια των νέων επιχειρηματικών δανείων, περιορίζοντας το περιθώριο μεταξύ επιτοκίων καταθέσεων και χορηγήσεων από το 5,9% που κυμαίνεται σήμερα. Από τα στοιχεία της ΤτΕ για την πορεία των επιτοκίων, το επιτόκιο για προθεσμιακές καταθέσεις των νοικοκυριών προς ώρας διαμορφώνεται στο 1,6%, ενώ το επιτόκιο για προθεσμιακές καταθέσεις από τις επιχειρήσεις στο 2,7%. Στο σκέλος χορήγησης δανείων οι τάσεις που καταγράφονται είναι μεικτές σε ό,τι αφορά τα νέα δάνεια για νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Συγκεκριμένα, ανοδική ήταν η τάση σε όλα τα νέα επιχειρηματικά δάνεια με εξαίρεση αυτά προς τις πολύ μικρές επιχειρήσεις. Τη μεγαλύτερη άνοδο δανείων και επιτοκίων μέχρι σήμερα εμφανίζουν τα δάνεια προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Ελπίζουμε λοιπόν από εδώ και στο εξής οι ελληνικές τράπεζες να πάψουν να λειτουργούν με το υψηλότερο επιτοκιακό περιθώριο στα επιτόκια αναφοράς στα δάνεια και να πάψουν να κρατούν τα επιτόκια καταθέσεων σε χαμηλά επίπεδα. Εν κατακλείδι, πρέπει οι εγχώριες τράπεζες να πάψουν να είναι προς τους πελάτες τους, ακριβές στα δάνεια και φθηνές στις καταθέσεις.
|