Ενημέρωση   /   ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΑΡΘΡΩΝ

Χαιρετισμός προέδρου Ε.Β.Ε.Π., Β. Κορκίδη, στο 10ο Ναυτιλιακό Συνέδριο του ΙΕΚ ΑΛΦΑ με θέμα: “Ναυτιλία και Θαλάσσιος Τουρισμός υπό το πρίσμα της Βιωσιμότητας”
31/05/2024 - ΠΗΓΗ: Ε.Β.Ε. ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ο θαλάσσιος τουρισμός αποτελεί ένα εκ των βασικών πυλώνων του τουρισμού της χώρας με πολλαπλασιαστική συμβολή στην οικονομία. Ο "θαλάσσιος τουρισμός" ως όρος περιλαμβάνει μια ποικιλία από τουριστικές δραστηριότητες που αναπτύσσονται στον θαλάσσιο χώρο και τις ακτές (από τον καταδυτικό και τον αλιευτικό τουρισμό, μέχρι την κρουαζιέρα και το γιώτινγκ). Αποτελεί μια πολύ μεγάλη αγορά που δυστυχώς η Ελλάδα δεν έχει εκμεταλλευτεί όσο θα έπρεπε καθώς δεν είχε γίνει αντιληπτή η δυναμική και των τομέων με αποτέλεσμα να χάνονται έσοδα και φυσικά θέσεις εργασίας. Στη χώρα μας υπολογίζεται ότι υπάρχουν περίπου 170.000 σκάφη αναψυχής, εκ των οποίων 6.109 ήταν επαγγελματικά ( στοιχεία 2019).
Αξίζει, ίσως, να γίνει μια ειδική αναφορά στην κατηγορία των mega-yachts (σκάφη μήκους άνω των 24 μέτρων). Μιας αγοράς που τώρα γίνεται προσπάθεια να αξιοποιηθεί. Αυτά τα σκάφη κατά κανόνα απευθύνονται σε άτομα υψηλού εισοδήματος και έχουν δύο ιδιαιτερότητες: χρειάζονται εξειδικευμένες υποδομές στους τουριστικούς λιμένες (μεγαλύτερες θέσεις πρόσδεσης, ειδικές λιμενικές υπηρεσίες) και έχουν πολύ σημαντική οικονομική επίπτωση στα λιμάνια που επισκέπτονται.
Βεβαίως, τα σκάφη αναψυχής, κάθε είδους και μεγέθους, χρειάζονται λιμάνια για να δέσουν -να "ελλιμενιστούν"
Οι "τουριστικοί λιμένες" περιλαμβάνουν, όπως ορίζει και η νομοθεσία, τις μαρίνες, τα καταφύγια και τα αγκυροβόλια όπου ελλιμενίζονται σκάφη αναψυχής. Αυτές οι τρεις μορφές διαφέρουν μεταξύ τους κυρίως ως προς τις προδιαγραφές τους.
Κάτι επίσης ενδιαφέρον και αξιοσημείωτο: σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες πλην της Ιταλίας, υπάρχουν λιγότερες θέσεις ελλιμενισμού από ό,τι τα δηλωμένα σκάφη αναψυχής, κάτι που δημιουργεί το εύλογο ερώτημα: πού ελλιμενίζονται τα υπόλοιπα;
Δεν θα επιχειρήσω να απαντήσω στο ερώτημα αλλά οφείλω να επισημάνω ότι ένα στοιχείο βιωσιμότητας που θα εμπεριέχεται στην όποια πολιτική ανάπτυξης του θαλάσσιου τουρισμού έχει να κάνει με τις μαρίνες και κυρίως με το επίπεδο των παρεχόμενων υπηρεσιών. Και για τα δύο αυτά θέματα έχουν γίνει εξαντλητικές συζητήσεις που κατέτειναν σε κοινές διαπιστώσεις. Η Ελλάδα υπολείπεται σε θέσεις ελλιμενισμού έναντι των ανταγωνιστριών χωρών σε Ιόνιο- Αδριατική και Αιγαίο αλλά και σε επίπεδο παρεχόμενων υπηρεσιών. Όταν λοιπόν μιλάμε για βιωσιμότητα καλό θα ήταν να έχουμε υπόψη μας τα δύο αυτά στοιχεία.
Όσον αφορά  στον τομέα της κρουαζιέρας φέτος καταγράφεται μία θεαματική αύξηση των προσεγγίσεων κρουαζιερόπλοιων στον Πειραιά – υπολογίζονται κοντά στις 1030 – γεγονός που προδικάζει αντίστοιχες προσεγγίσεις σε νησιωτικούς προορισμούς της χώρας. Και όσο ενθαρρυντικό μπορεί να είναι αυτό το γεγονός άλλο τόσο προβληματικό είναι και το γεγονός ότι δεν έχει γίνει κατορθωτό μέχρι σήμερα και παρά τις προσπάθειες να υπάρξει ένας προγραμματισμός στις νησιωτικές προσεγγίσεις. Ο λεγόμενος υπερτουρισμός έχει ήδη προκαλέσει αντιδράσεις καθώς ο ταυτόχρονος κατάπλους δύο ή και τριών κρουαζιερόπλοιων με 3000 επιβάτες και η ταυτόχρονη αποβίβασή τους αφαιρεί από την εικόνα, δημιουργεί ανεξήγητη κόπωση και δρα ανασταλτικά. Γιατί ένας «κουρασμένος» επιβάτης δεν είναι και ότι καλύτερο για την διαφήμιση που όλοι περιμένουμε… 
Βιωσιμότητα λοιπόν είναι η επίλυση θεμάτων που όλοι γνωρίζουμε μέσα από την χάραξη μιας νέας πολιτικής που να απαντά με ορίζοντα στις προκλήσεις. Δεν υπάρχει χρόνος για ατέρμονες συζητήσεις αλλά είναι η ώρα όλοι οι φορείς του θαλάσσιου τουρισμού να κάτσουν μαζί με την πολιτεία στο τραπέζι για την διεξαγωγή ενός ειλικρινούς διαλόγου. Γιατί σε διαφορετική περίπτωση και επενδύσεις θα χάνονται και οι τοπικές οικονομίες- άρα και η εθνική- δεν θα έχουν το ποθούμενο αποτέλεσμα.    
 


Αποστολή με email Εκτυπώσιμη μορφή