Ενημέρωση   /   'Αρθρα-Δηλώσεις-Παρεμβάσεις   /   ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΑΡΘΡΩΝ

Άρθρο Προέδρου Ε.Β.Ε.Π., για στην «Ν» - «Οικονομική πολιτική συνδυασμένων μέτρων»
16/09/2022 - ΠΗΓΗ: Ε.Β.Ε. ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Η επιχειρηματικότητα παρακολουθεί με αγωνία τις εξελίξεις στο ενεργειακό και πληθωριστικό μέτωπο, ενώ η Κυβέρνηση προχωρά σε νέα βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα μέτρα με ορίζοντα την επόμενη πενταετία, σύμφωνα με τον σχεδιασμό «1+4». Οι δύο χρονικές περίοδοι οικονομικής πολιτικής αφορούν αρχικά στο εκλογικό έτος 2023 και στη συνέχεια την επόμενη των εκλογών τετραετία με την απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ 2021-2027. Με το τέλος της ενισχυμένης εποπτείας της ελληνικής οικονομίας ουσιαστικά άνοιξε ο δρόμος για την κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης και σταδιακά του τέλους επιτηδεύματος, της μόνιμης μείωσης του 3% των ασφαλιστικών εισφορών, του ΦΠΑ σε μεταφορές και εστίαση, την αναστολή επιβολής ΦΠΑ 24% στην οικοδομή, την μείωση της παρακράτησης φόρων και στα τεκμήρια διαβίωσης. Ασφαλώς η πιστωτική επέκταση των τραπεζών θα παίξει σημαντικό ρόλο στην βιωσιμότητα των ελληνικών επιχειρήσεων σε μία περίοδο ακριβού δανεισμού.

Οι συνθήκες του χειμώνα που ακολουθεί, αναμένονται δύσκολες και επιβάλλουν την εφαρμογή οικονομικών μέτρων που να προσεγγίσουν τις ανάγκες της επιχειρηματικότητας, αλλά και να συνδέονται με τον δημοσιονομικό χώρο που εκτιμάται πως θα δημιουργήσουν στο τέλος του 2022 τα δημόσια έσοδα, οι επιδόσεις του τουρισμού και οι επενδύσεις. Τα αρμόδια οικονομικά επιτελεία κατά την διάρκεια του καλοκαιριού και πριν την ΔΕΘ μέτρησαν τις δυνατότητες, ιεράρχησαν τις προτεραιότητες και κοστολόγησαν προσεκτικά για να οριστικοποιήσουν ένα μίγμα μέτρων στήριξης που αντέχει η οικονομία και έχει ανάγκη η ελληνική κοινωνία. Οι ανάγκες των νοικοκυριών και επιχειρήσεων αφορούν κυρίως στον διψήφιο πληθωρισμό κόστους, την ενεργειακή και διατροφική ακρίβεια, στις τρέχουσες υποχρεώσεις και τις ληξιπρόθεσμες οφειλές, στη ρευστότητα και χρηματοδότηση, στο διαθέσιμο εισόδημα και την εσωτερική κατανάλωση. Επιβάλλεται λοιπόν να ξεκινήσει η εφαρμογή της επόμενης φάσης υλοποίησης των εκκρεμών εξαγγελιών της κεντρικής προεκλογικής δέσμευσης της Κυβέρνησης με βασικές προτεραιότητες την περαιτέρω μείωση φόρων και εισφορών.

Στο μέτωπο των ληξιπρόθεσμων οφειλών η Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους προσδιορίζει το ιδιωτικό χρέος στα 383 δις ευρώ, ή 125% του ΑΕΠ. Τα ληξιπρόθεσμα χρέη φτάνουν τα 251 δις ευρώ με πάνω από 150 δις ευρώ σε δημόσιους φορείς και παραμένουν βασικό βάρος στην ελληνική οικονομία. Το ΚΕΑΟ κατέγραψε αρνητικό ρεκόρ χρέους που έφτασε τα 43,4 δις ευρώ μετά την αύξηση των ασφαλιστικών οφειλών κατά 2 δις ευρώ μέσα σε 6 μήνες. Σύμφωνα λοιπόν με το Υπουργείο Οικονομικών και Εργασίας οι δύο νέες παρεμβάσεις θα δώσουν διέξοδο σε μεγάλη μερίδα ασφαλισμένων. Η πρώτη παρέμβαση αφορά στην αύξηση από 12 σε 24 των δόσεων της πάγιας ρύθμισης ασφαλιστικών οφειλών προς τα Ταμεία, ώστε να ακολουθεί το μοντέλο της ρύθμισης της ΑΑΔΕ. Οι 24 και κατά περίπτωση 48 δόσεις αντί για 12 που ισχύει σήμερα, θα δώσει ανάσα σε περίπου 200.000 οφειλέτες του ΚΕΑΟ με νέα χρέη. Ο διπλασιασμός των δόσεων θα ωφελήσει περίπου 95.000 οφειλέτες, οι οποίοι, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΚΕΑΟ ήταν ενταγμένοι στις 12 δόσεις, καθώς θα τους μειώσει το ποσό της μηνιαίας δόσης. Επιπλέον η δεύτερη ρύθμιση θα περιλαμβάνει τη δυνατότητα δεκαετούς παραγραφής των οφειλών από 20 χρόνια που είναι σήμερα στα περισσότερα πρώην ταμεία και στην πράξη το ΚΕΑΟ θα διαγράφει χρέη που εκκρεμούν πριν από το 2011-2012.

Σε απαίτηση των καιρών από την κρίση εισαγόμενης ακρίβειας ορθά βρίσκονται σε εφαρμογή και διευρύνονται μια σειρά άμεσων μέτρων στήριξης, όπως, η επιδότηση λογαριασμών ρεύματος και φυσικού αερίου, η επιταγή ακρίβειας, το επίδομα θέρμανσης, η στέγαση για νέους και το «fuel pass» για όσο χρειαστεί. Σημαντικές επιλογές αποτελούν το ξεπάγωμα στις συντάξεις και τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων, η κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης για όλους και η επίσπευση της τρίτης, διαδοχικής αύξησης του κατώτατου μισθού στις αρχές 2023. Οι μελλοντικές αυξήσεις των συντάξεων, για τις οποίες έχει δημιουργηθεί επαρκής δημοσιονομικά βάση για την υποστήριξη τους αποτελεί αποκατάσταση μιας αδικίας μεταξύ άλλων, όπως η απόδοση των αναδρομικών στους συνταξιούχους που δεν περιλαμβάνονται στους δικαιούχους, σύμφωνα με την τελευταία απόφαση του ΣτΕ. Σημειωτέον πως η προσθήκη της κατάργησης της εισφοράς αλληλεγγύης για την κατηγορία μισθωτών και συνταξιούχων του δημοσίου, καθιστά εφικτή την υλοποίηση της δράσης στήριξης του διαθέσιμου εισοδήματος.

Η επίσπευση των διαδικασιών της αύξησης του κατώτατου μισθού, συνοδευόμενη με την προβλεπόμενη περαιτέρω μείωση των ασφαλιστικών εισφορών είναι ένας θετικός συνδυασμός. Άλλωστε τα υψηλά επίπεδα του πληθωρισμού επιβεβαιώνουν πως η ακρίβεια τρέχει πολύ γρηγορότερα από τους μισθούς, με αποτέλεσμα την δραστική μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος και της εγχώριας κατανάλωσης. Το επίπεδο της νέας αύξησης προβλέπεται να κυμανθεί λίγο πάνω από 5%, ώστε σημειολογικά να επιστρέψει ο κατώτατος μισθός στα προ μνημονιακά 751 ευρώ. Βεβαίως πολλά θα κριθούν από την ανάπτυξη του ΑΕΠ, αλλά και από τις αντοχές του ιδιωτικού τομέα, ειδικά σε μια περίοδο που το λειτουργικό κόστος των επιχειρήσεων είναι εξαιρετικά αυξημένο και άλλωστε είναι αυτές που επιβαρύνονται το μισθολογικό και μη μισθολογικό κόστος. Η αναπροσαρμογή των μισθών θα πρέπει λοιπόν να ικανοποιεί εργοδότες και εργαζόμενους και αφετέρου να έχει θετικό δημοσιονομικό πρόσημο, με την αύξηση των εσόδων από εισφορές και φόρο εισοδήματος. Η δέσμευση για συνολική μείωση των ασφαλιστικών εισφορών την τετραετία κατά 5% είναι ένα αντίμετρο στις αυξήσεις, ενώ έχουν ήδη υλοποιηθεί μειώσεις 4,4% και υπολείπεται ένα 0,6% με δημοσιονομικό κόστος περίπου 155 εκατ. ευρώ, που όμως μπορεί να καλυφθεί με την διεύρυνση των αμοιβών και την μείωση της ανεργίας. Άλλωστε η απόφαση της περαιτέρω αύξησης του κατώτατου μισθού και της υπόλοιπης μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών είχε προγραμματιστεί να πραγματοποιηθεί ούτως ή άλλως εντός του 2023. Η επίσπευση λοιπόν για την ενίσχυση των χαμηλόμισθων, πριν τις εκλογές του 2023, εκτός από αναμενόμενη ίσως είναι και επιτακτική.

Είναι γεγονός πως, όλη τη χρονιά που διανύουμε οι προκλήσεις είναι πολλές και οι ισορροπίες λεπτές ανάμεσα στο ύψος των παροχών και στα δημοσιονομικά περιθώρια. Ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν λέει να τελειώσει και συνεχίζει να πολλαπλασιάζει τις εντάσεις της ενεργειακής και επισιτιστικής ανασφάλειας. Η αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης και της κλιματικής αλλαγής δοκιμάζει την συνοχή της ΕΕ, ενώ ο κίνδυνος του στασιμοπληθωρισμού στην Ευρώπη αυξάνει τα επιτόκια της ΕΚΤ και αποδυναμώνει το ευρώ. Η εισαγόμενη ακρίβεια απορροφά τα εισοδήματα των ασθενέστερων νοικοκυριών και τον κύκλο εργασιών των επιχειρήσεων. Η αναγκαία επιδοματική πολιτική, καθυστερεί την ανάταξη της ελληνικής οικονομίας και δυσκολεύει τον εθνικό στόχο ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας. Το έργο της κυβέρνησης δεν είναι εύκολο σε ένα διεθνές περιβάλλον με ρευστές γεωπολιτικές και οικονομικές συνθήκες. Ο Πρωθυπουργός, έχει επιλέξει εξαρχής να αποφεύγει την παροχολογία και να διατηρεί τους δημοσιονομικούς στόχους επιμένοντας σε αναπτυξιακές αλλαγές. Αντίστοιχα δύσκολη είναι και η ασφαλής μετάβαση της επιχειρηματικότητας στην ψηφιακή, πράσινη και κυκλική οικονομία. Η οικονομική πολιτική που επιθυμεί η πραγματική οικονομία είναι αυτή που περιλαμβάνει εισοδηματικές ενισχύσεις, φορολογικές ελαφρύνσεις και συνδυασμένα μέτρα που επιδιώκουν την επίτευξη στόχων προς όφελος των μικρομεσαίων της αγοράς και με τελικό σκοπό τα προσωρινά επιδόματα να μετατραπούν σε μόνιμες μειώσεις φόρων.


Αποστολή με email Εκτυπώσιμη μορφή